Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Να βρω το ναύλο μου και να φύγω...» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μαςΝα τον στείλω μαθές, είπα κ' εγώ.

Καλότον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου. — Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά. — Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεόςτο καλό! — Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!

Τι καλός, τι αγαπητός μην αυτός ο Απρίλης! ποτέ δεν σκυθρωπάζει το ήρεμον πρόσωπόν του. . . Και με την ιδέαν αυτήν ελησμόνουν παντελώς τον Μάρτην, ως οι ναύται τον Άι- Νικόλα μετά την θύελλαν, καί τινες μάλιστα ωμίλουν περί αυτού περιφρονητικώς.

Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή.

Παρακάτω χρυσόφτερο δελφίνι αργοκυλιόταν σε κροκκοβαμμένη θάλασσα· και παραπάνω το σκυλόψαρο επαραμόνευε τον σφουγγαρά, που ξερριζώνει το σφουγγάρι από τον άμμο του βυθού, ενώ δίπλα η γυναίκα του ανάβει το καντήλι του Αγίου Νικόλα και γονατιστή παρακαλεί και λέγει, να φυλάη από την ορφάνια τα παιδιά της κ' εκείνην από την πικρή χηριά!

Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά.

Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.

Το βλέμμα του δε προσηλώθη εις σημείον τι του δαπέδου, εξ ου δεν ηδύνατο να το αποσπάση, ως να ήτο διά μαγγανείας κεκολλημένον εκεί. — Πώς σε λέγουν, φίλε μου; τω είπεν ο αρχηγός. — Νικόλα, απήντησεν ο αγρότης. — Έχεις γυναίκα; — Έχω, αφέντη. — Και παιδιά; — Έχω. — Πόσα; — Τρία, με συμπάθειο. — Και τι τέχνην κάμνεις; — Βοσκός, αφέντη.

— Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη την μάσκα του. — Αλλά ο αμαξάς μας . . . — Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας; — Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο Νικόλας.

Ούτε ήτο δυνατόν να σωθή τις εκ των ναυτών του, μεταξύ των οποίων διεκρίνετο ο εκ της νήσου νεαρός ναύτης, Νικόλας του Παπά- Νικόλα ονόματι, ον επένθει ήδη νεαρωτάτη χήρα, ραγίζουσα διά των κλαυθμηρών μοιρολογίων της τας καρδίας όλων των νησιωτών, και μελανόνουσα ούτω χωρίς να το θέλη μίαν τόσον λαμπράν πανήγυριν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν