Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμο!» Και η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μόνος και μετά μικρόν ο ΜΑΘΗΤΗΣ του Σωκράτους: ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα η πλάτη μου ακόμα δεν θ' αφήσω να φάη χώμα. Ε, παιδί! . . . . παιδί! . . . . παιδάκι! . . . . ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Στρεψιάδης Φείδωνος, απ' το δήμο Κικυννής. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Πρέπει μόνο αγράμματος, μα τον Δία, νάν' κανείς για να μου κλωτσά τη θύρα τόσο πρόστυχα ν' ανοίξω, την ιδέα που γεννούσα να με κάνη ν' απορρίξω.
Να παλέψη, να του κλέψη σύκα, να φάη, να φέρη και στους χωριανούς, — να κερδίση και το βαρύ το στοίχημα... Και τόκαμε παναθεμά τονε! Είδαν και απόειδαν δύο τρεις χωριανοί κ' εβαρέθηκαν να τον ακαρτερούν παρακάτου από τον πύργο, που τον είχαν συντροφέψει, μη λάχη και τους γελάσει. Σαν εσούρπωσε καλά πια και δεν τον έβλεπαν να βγαίνη από τη βάρδια, τα χρειάστηκαν.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κι' ούτινος δεν πέση πάλι ένα γράμμα για να φάη, θα τον διώχνουνε οι άλλοι; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Αυτό ποτέ δεν θα γένη σε τέτοια κοινωνία, και 'ς όλους θα προσφέρωμε τα πάντα μ' αφθονία.
Τον είχε φάη η φωτιά και σωριάστηκε μισός από δω, μισός από κει μαζί με το Λιάκο στον αέρα, που φώναζε ακόμα μέσα στο κατρακύλημα των λιθαριών: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!.....
Κ' εκείνοι επαίνευαν την εξυπνάδα του και τον προσκαλούσανε να φάη από όσα άφισε ο σκύλος. Ελέγανε και στη Χλόη να του βάνη να πιή. Κι αυτή με χαρά έβαλε και στους άλλους και στο Δάφνη ύστερ' από κείνους· επειδή εκαμονότανε πως ήτανε θυμωμένη γιατί μια κ' είχεν έλθει εσκόπευε να φύγη χωρίς να την ιδή. Μα πριν να του δώση έπιε λίγο από το κρασί και ύστερα του το έδωκε.
Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε. — Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι.
Και πάλιν, όταν καμμιά φορά ήθελε να το χορέψη — όταν ήτανε 'ς τα καλά της και το λυπότανε, λέει, το έπιανεν από τα δυο χεράκια του, με δυο μικρά-μικρά ποδαράκια και με μια κεφάλα σαν φλάσκα, και το χόρευε με το ίδιο φοβέρισμα πάλιν αντίς για τραγούδι έλεγε: Παπα-Δράκος να σε φάη! Παπα-Δράκος να σε φάη!
— Ξέρ' 'ς τίποτα κολλήγα; ηρώτα ενίοτε. Κι' εκεί που ο γέρων διεσκέδαζε θεωρών τον καπνόν του τσιμπουκίου του, έλεγεν ο ποιμήν: — Όποιος δεν πάει ς' την εκκλησιά, δεν θα φάγη γουρνόπουλα. Και μετ' ολίγον πάλιν έλεγε: — Νά, μόνον η κουμπάρα θα φάη. Τέλος του Μπάρμα-Σταύρου του ήλθε μικρός ύπνος.
Την εύρηκε που διάζονταν μεταξωτά διασίδια, Μες στη πλατειά της την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη, Κι’ έπεσε στα ποδάρια της και με καημό της λέγει: —Λυπήσου, Μάρω μια ψυχή, που καίγεται για σένα! Λυπήσου με το δύστυχο, τον ποθοπλανταγμένο, Και δος μου την αγάπη σου και δος μου την καρδιά σου. Να μη με φάη παράκαιρα της γης το μαύρο χώμα. Λυπήσου και τη μάννα μου, που άλλο παιδί δεν έχει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν