United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις διέσχισε τη μεγάλη τετράγωνη αυλή που ήταν λιθόστρωτη στο κέντρο, όπως οι δρόμοι, με ένα αυλάκι για τα νερά της βροχής και έβγαλε το δισάκι από τον ώμο κοιτάζοντας μήπως πρόβαλε καμία από τις κυράδες του. Το σπίτι, ισόγειο και ένας όροφος μόνο, βρισκόταν στο βάθος της αυλής, και αμέσως από πίσω υψωνόταν το Βουνό λες και κρεμόταν από πάνω του σαν τεράστιος λευκοπράσινος σκούφος.

Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος. — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας, βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον. — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα; — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!

Τα δέντρα ζερβόδεξα, λες κ' ένοιωθαν μια μυστική πνοή να τα δροσίζη, τίναζαν απάνω της τ' άνθια και τα φύλλα τους. Κάτου το πράσινο χορτάρι με το χιονάτο χαμομήλι χάδευαν τ' αρμονικά ποδάρια της. Γιατί το πάτημά τους ήταν τόσο καλόβουλο που τάκανε να μοσκοβολούν. Έν' αηδόνι απόπερα έστελνε το παιγνιδιάρικο λάλημά του, σαν εμβατήριο στην έξοδο θεϊκής συντροφιάς.

Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του 765 πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα, μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου· μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μουμα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα770 εσύ με μια σου συμβουλή τη γνώμη τους γυρνούσες.

Σηκόνομαι, παίρνω ένα στρατιώτη, πούξερε τούρκικα, μαζί μου και του λέω: Δω που θα πααίνουμε, μεις θα κραίνουμε ρωμαίικα κι ό,τ' ακούς συ τούρκικα να μ' τα λες εμένα ρωμαίικα. Τι λέει ο τσαούσης; του λέω. Τον ταγματάρχη ζητάει, κυρ λοχία. Γέλασα. Μας νόμισαν πως είμαστε ολάκερο τάγμα.

Τότες τον αγριοκοίταξε κι' απάντησε ο Δυσσέας «Τι λόγο σού ξεστόμισαν, τ' Ατρέα γιε, τα χείλια; 350 Πώς τάχα λες αναμελάω τη μάχη; Σα μετρούνε τις σπάθες τους οι Δαναοί με των οχτρών τις σπάθες, θα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, τον ξακουστό Δυσσέα τους πρώτους να καταπιαστεί των αλογάδων Τρώων στήθος με στήθος... Μον εσύ πετάς χαμένα λόγια355

Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου, Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις, Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις Σαν όνειρο χρυσό γλυκάτην αγκαλιά μου;

Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη. — Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος. — Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε.

Τις λέξες όμως που κάθε μέρα τις λες — ή που σε ξένα βιβλία τις διαβάζεις, τις πιο κοινές λέξες, τις πιο συνηθισμένες, δεν κόπιασες να ξεδιαλίσης το νόημα τους.

Η Αφέντρα την ιδίαν εσπέραν διηγήθη το πράγμα εις δύο συνομήλικας φίλας της. Τούτων η μία, μεγαλειτέρα κατά δύο έτη από την Αφέντραν, έβαλε φωνήν τρόμου, και κατεφόβισε την κορασίδα. — Πω! πω! έκαμες την πεθαμμένη! και το λες κι' όλα; — Γιατί; — Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν! . . . και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζί τους . . . Τότε η Αφέντρα ετρόμαξε. Την νύκτα επλάγιασε με πονοκέφαλον.