Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Τον Κατσαντώνη μη ξεχνάς. Κ' όλους να τους θυμάσαι, Κι' όσαις φοραίς 'ς το στρώμα σου θα πέφτης να κοιμάσαι, 'Σ την προσευχή σου που θα λες, παιδί μου, 'ς το Θεό μας Λέγε δυο λόγια και γι' αυτούς, να ζήσουν παρακάλα Εκείνον που τους έρριξε 'ς τον κόσμο για καλό μας. Έχουν να κάνουν θαύματα για μας αυτοί μεγάλα!
Τα όρνηα αναφτερούγιασαν... Τους κυνηγούν... προφτάνουν Και πλημμυρίζουν την αυλή... Η εκκλησιά 'ς τη μέση Παραιτημένη, ολόκλειστη... Ιδρόνει ο τοίχος αίμα... Τρίζουνε τα κονίσματα ... Τα βόλια που ανεμίζουν Εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια Ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά... Λες κ' είχε να περάση Κανένα λείψανο απεκεί...
Έτσι είπε, και ξεκίνησε μπροστά κατά το στρώμα, και πίσωθε η ροδόθωρη Λενιό τον ακλουθούσε. Αφτοί λοιπόν πλαγιάσανε στο τορνεφτό κρεβάτι, κι' ο γιος τ' Ατριά λες σα θεριό γυρνούσε μες στο πλήθος, ίσως ξανοίξει πουθενά το θεϊκόνε Πάρη. 450 Μα δε μπορούσε απ' τους βοηθούς κανείς μήτ' απ' τους Τρώες να δείξει τον Αλέξαντρο στον καστανό Μενέλα.
Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.
Καλότυχε, τέτια που λες, λοιπόν θαρρείς αλήθια 40 έτσι είναι τ' Άργους τα παιδιά απόλεμοι κιοτήδες; Μα εσένα αν σ' έπιασε όρεξη να σηκωθείς να φύγεις, σύρε! να δρόμος ανοιχτός, να πλοία στ' ακρογιάλι! 43 Όμως οι άλλοι οι Δαναοί με τις θρεμένες χήτες 45 θα μείνουν ως να πάρουμε το κάστρο.
Λέλα, Λέλα, πού είσαι; Η Λέλα τώρα πού λες να είναι; Λες να είναι στον τάφο της μέσα; Εκεί κάτω στη μάβρη γις; Εκεί κάτω στο κιβούρι; Πού είναι τολόχρυσο, το ηλιόπλαστο το παιδί; Ή μήπως πήγε στον ουρανό πουθενά, κάπου σταστέρια μακριά; Λες να είναι άλλος κόσμος; Δείξε μου πού είναι, γιατί εδώ μέσα τίποτις δε βλέπω.
Τρεις τότες χύθηκε βολές ζητώντας ναν τον σφάξει, 445 και τρεις με τ' όπλο τη βαθιά κοπάνισε θολούρα· μα όταν και τέταρτη όρμησε λες σα στοιχιό οχ τον Άδη, τότε έμπηξε φριχτή φωνή και τούπε αφτά τα λόγια «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα. Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, 450 π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη.
Δεν μου λες λοιπόν, Χαρμίδη, γιατί κάνεις έτσι; Πες μου• τι σου συμβαίνει διά να έχω τουλάχιστον αυτό το κέρδος που αγρύπνησα μαζή σου όλη τη νύκτα. ΧΑΡΜΙΔΗΣ. Είμαι τρελλός από έρωτα, Τρύφαινα, και δεν υποφέρω πειά.
— Μπρε το ζηλιαρόκατο! είπεν η μάνα μου, πούτον με τις άλλες γυναίκες. — Όι, τη μούρη σ' αγαπά! είπε μια ξαδέρφη μου. Μωρέ νιός και θέλγει κιαγαπητική! Εγώ πλησίασα πεισμωμένος και κτυπώντας τους γρόθους μου τον ένα στον άλλο, είπα στη ξαδέρφη μου: — Ναι, ναι, εμέν' αγαπά. Α δε σ' αρέσω σένα, του Βαγγελιού ταρέσω. Μου το λέει αυτή κείντα λες εσύ δεν τακούω.
Η μια πνεματική, που τον ξανάνιωσε κιόλας, η άλλη υλική, που λες και τονέ στέριωσε ανάμεσα στα μανιασμένα τα κύματα. Η πρώτη θεϊκή, ανθρώπινη η δεύτερη. Ο Χριστιανισμός, κι ο Μεγάλος ο Κωσταντίνος. Μα ίσως τρέχουμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν