Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Λες και τάγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτάζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπούλες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ. Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα.
Με τη φωνή &του βοώντος εν τη ερήμω& πρέπει να ετοιμασθούν αι &τρίβοι των θεών&. Ίσως όμως σκέπτεσαι ότι εις το να παρατηρή κανείς μονάχα για να παρατηρή και εις το να ρεμβάζη μονάχα για να ρεμβάζη υπάρχει κάτι που είναι εγωιστικό. Αν σκέπτεσαι έτσι, μη το λες. Η αυτοθυσία χρειάζεται ένα τόσον εγωιστικόν αιώνα, όσον ο δικός μας, για να θεοποιηθή.
Κι αυτό ανάμεσα σε βουνά, εδώ κ' εκεί στημένα σαν πύργοι, που λες και τα διαφεντεύουν τα χωριουδάκια που τάχουν αγκαλιασμένα μες' στα πλευρά τους. Ελιές και δω στις βουνοπλαγιές, καστανιές και δω κάτω στα βαθιά τα λακκώματα.
— Να, τώρα που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γρηά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κ' ήθελε να γένη ο γάμος τώρα . . . Εγώ είπα να γένης πρώτα καλά εσύ, κ' ύστερα να μας βάλουν στέφανα . . . Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλίση . . . Ως τόσο, είσαι και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;
Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Καλέ, τι κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; Και τόσο δα δε σ' αρωτώ, δε σε ζαλίζω ως τώρα, μόνε ότι θέλεις, ήσυχος μπορείς και συλλογιέσαι.
— ...Της έλεγε· «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάη κι' άλλη ψωμί...» Δε μου λες, μητέρα, τι θα 'πη να φάη κι' άλλη ψωμί; Αλλ' η δύστηνος γυνή είχε γείνει πελιδνοτάτη, και τα όμματά της είχον την αλαμπή εκείνην στιλπνότητα, την οποίαν ο λαός ονομάζει &βασίλεμμα των ματιών&, και οι οδόντες της έμειναν συνεσφιγμένοι. — Τι έχεις, μητέρα, τι έχεις; έκραξεν η Αικατερίνη.
— Ω διάβολε! χιλίων ειδών λόγια μου λες. Με είδες ή δεν με είδες; — Σε είδα... δεν σε είδα... είπε διστάζων ο Τρέκλας. — Με είδες, δεν με είδες; — Δεν σε είδα, είπε τέλος ο Τρέκλας. — Λοιπόν εκοιμάσο; — Τώρα ήλθα. — Πρωτήτερα έλεγες ότι εκοιμάσο. — Εκοιμώμουν, είπεν ο Τρέκλας. — Αλλ' αφού ήλθες τώρα, πώς γίνεται να εκοιμάσο; Ή μην ήλθες κοιμώμενος; — Ναι, αυτό είνε, είπεν ο Τρέκλας.
— Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δεν δίνεις, χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου και την ώρα που σε χρειάζεται δεν λες και συ να τον βοηθήσης. Σύντροφος λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ!
— Κιο Θωμάς δε λες; ... Καταχαρούμενος ο συμπέθερος. Ακόμη κιό Στρατής. Επίστευγες του λόγου σου πως ο Στρατής θάλεε ποτέ του το καλό του Μανώλη; Ο Μανώλης κατέβαινεν ενίοτε κρυφίως εις το χωριό, αλλ' ουδέποτε μετέβη εις το πατρικόν του σπίτι. Ο Σαϊτονικολής του είχε μηνύση ότι τον εσυγχώρει διά το παρελθόν, αλλ' υπό τον όρον πάντοτε να νυμφευθή την Πηγήν.
Έτσι που μου μιλάς, χύνεται η πνοή σου σαν ανθισμένης τζιτζιφιάς το ανάσαμα από τα γυρτά κλωνάρια! Πάψε! Να μην ακούω τη φωνή σου! Μέλι λες στάζει όπως σιγοτρέμει από την οργή σου. Δίνω της φορεσιές μου της χρυσές και τα μαργαριτάρια που μώφερεν ο Καίσαρας τα μαύρα, να σου φιλήσω αν μ άφινες τα χείλια! Ω! σ' έχω μέσ' στο αίμα μου! Οπίσω! Οσμή θανάτου όσα βγαίνουν από το στόμα σου σκορπάνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν