Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Παράξενο σμίγμα ο Συνέσιος· αρχαϊκός πολίτης και φιλόσοφος από τη μια, Χριστιανός Ιεράρχης από την άλλη. Λες και στεκότανε στο κατώφλι του νέου κόσμου. Ο ήλιος που βασίλευε τον περέχυνε πίσωθε, το νέο φως τον οδηγούσε από μπρος. Πότε βαφτίστηκε δεν το ξέρουμε.
Κ' επανέλαβεν: — Ο βλοημένος ήρθε να ξεχιονίσ'! Αυλή τ' νάτανε, και πάλι δεν θα μπορούσε, σαν δεν πάινε ο κολλήγας του. — Δε μ' λες, Κομποδήμο, προσέθηκέ τις των ναυτικών αστεϊζόμενος, λυόν' ο πεθαμένος 'ς το χιόν'; — Ξέρου κι' 'γώ; Δε δουκίμασα! — Τι κάθεσθε και λέτε; παρετήρησεν έτερος των ναυτικών.
Όταν δε εφίλησες το Κυμβάλιον πέντε φορές ολίγον μ' επείραξε• διότι τον εαυτόν σου ύβριζες που φιλούσες μια τέτοια γυναίκα• αλλά πώς μπορούσα να σε βλέπω να κάνης νεύματα στην Πυραλλίδα και κάθε φορά που έπινες να της προσφέρης το ποτήρι και να λες του υπηρέτου στ' αυτί, αν δεν ζητήση η Πυραλλίς να μη δώση σε κανένα άλλον να πιή; Εις το τέλος εδάγκασες ένα μήλο, μια στιγμή που είδες τον Δίφιλον να μην προσέχη — διότι μιλούσε με τον Θράσωνα — και με τρόπο έσκυψες και το πέταξες στον κόρφο της και αυτή το φύλαξε ανάμεσα στα βυζιά της και τόκρυψε στο στηθόδεσμό της.
Α' ΑΝΗΡ Τι λες! μ' αυτό το νόμισμα κ' εγώ εχαντακώθηκα• γιατί σταφύλια πούλησα και με χαλκό μπουκώθηκα, κ' ετράβηξα στην αγορά αλεύρι ν' αγοράσω• όταν, την ώρα που άνοιγα το σάκκο να το μπάσω, λέει ο κήρυξ: «Το χαλκό να μη παραδεχθούμε, κι' ασήμι μόνον του λοιπού θα μεταχειρισθούμε».
Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός.
Ώστε τόσον γελοιωδέστεροι θα είνε, αφού, ως λέγεις, είνε άριστοι άνδρες, να υποβάλλωνται άδικα εις τόσους κινδύνους και ταλαιπωρίας και να καταισχύνουν το κάλλος και την ανδρείαν με το λασποκύλημα και τα μελανιάσματα των κτυπημάτων, διά να λάβουν μήλον και αγριελιάν εάν νικήσουν. Διότι δεν μπορώ να τα λησμονήσω αυτά τα αστεία βραβεία. Αλλά δεν μου λες όλοι οι αγωνισταί τα λαμβάνουν;
ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Ω! Δεν ξέρω και αν έχη και καμμία σημασία. Μα εγώ νομίζω πως εξηγεί θαυμάσια την αληθινή αξία της συνειθισμένης κριτικής της Τέχνης. Κάποια κυρία, φαίνεται, ρώτησε κάποτε σοβαρά τον γεμάτον τύψεις Ακαδημαϊκόν, όπως τον λες, αν η ξακουστή εικόνα του «Μια ανοιξιάτικη ήμερα στο Whiteley» ή «Περιμένοντας το τελευταίο λεωφορείο», ή κάποιο άλλο τέτοιο θέμα, ζωγραφίστηκε με το χέρι.
Λες και είπε του αγίου να της πάρη και το μονάκριβό της και να την αφήση έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στο χρόνο αρρώστησε ο μοναχογυιός της και μέσα στο χρόνο την άφηκε και πέταξε απ' την αγκαλιά της. «Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελλή απ τον καϋμό της και τα μάτια της τρέχανε σα βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη συφορά δεν ήτανε άλλη στον κόσμο.
Λες κ' ήταν λυμένη, ξεβιδωμένη από τους αρμούς της. Άλλη κίνηση έδινε στο κεφάλι. Μπροστά πίσω, πέρα, δώθε. Σαν νάταν ξεκολλημένο απάνω από το ραχοκόκαλο. Άλλη έδινε στα μεστωμένα και χυμερά της στήθια, στα αφράτα και φουσκωμένα μαστάρια της. Καταμπροστά, καταπίσω, δεξιά, αριστερά. Τρεμουλιαστή, άσεμνη, νεβρική, ξελιγωμένη, υστερική.
Τι λες, Ταλμούχ, μου είπεν ο ευνούχος είνε εύμορφη ετούτη η κατοικία; ναι, μου αρέσει κατά πολλά, του απεκρίθηκα εγώ· ας είναι, ακολούθει μοι, μου εξαναείπεν αυτός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν