United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα. Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου. Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ.

Και επειδή θα ήτον μισοάδειο, επήρε και τα ξένα ρούχα διά να το απογεμίση. Εις τον ξένον οι τελευταίοι λόγοι της Εφταλουτρούς δεν ενέπνευσαν την αυτήν εμπιστοσύνην. Τω εφάνη ότι διέγνω πανουργίαν. — Άμε στο καλό, γραία, δεν λες αλήθεια. — Αλήθεια λέγω, είπεν η Εφταλουτρού απτόητος. — Δεν ειμπορώ να πιστεύσω.

Και δε μου λες πως ξεμωράθηκες και συ στα γεράματά σου; Κερ. Στα γεράματά μου εγώ είδα δυο μεγάλα θάματα. Ένα, να τρελλαίνεται ο κυρ Κωσταντής και να φαρμακώνη τη μάννα του, κι άλλο, να καλογερεύη ο Στεφανής. Γαρουφ. Ο Στεφανής! Κερ.

Ακούστηκαν και ψιθυρίσματα. Εκείνοι που βάσταγαν τη σανίδα έσκυψαν και την απίθωσαν χάμου, την ακκούμπησαν σε μια κολώνα κι ανακλαδίστηκαν να διώξουν την κούραση. Άλλοι που ήταν όξω από τον νάρθηκα σήκωσαν τα χέρια στο καμπαναριό για να πάψη το καμπάνισμα. Και χύθηκε τόση ησυχία, θλιμένη ησυχία, λες και σταμάτησε άξαφνα η ζωή. Μα τότε βαρειά και θυμωμένη ακούστηκε η φωνή του Αρλετή.

Ήσυχος είταν και σιγανός, μα βαθύς κι ο ανασασμός της. Παράξενη την είπα και μαγικιά τότες που έπαιρνε τον κατήφορο βεργολυγερή και γοργοπόδαρη. Μα τα πιο αξετίμωτα μάγια της, κρυμμένα εκείνη την ώρα στα φυλλοκάρδια της μέσα, δεν ταγνάντευες τότες σαν τώρα, που λες και τάβγαζε και σα στολίδια τα ξετύλιγε και τα γλυκοκαμάρωνε. Πολλά, θα μου πης, τα τόσα παινέδια για μια μαζώχτρα.

Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.

Από πίσω και το βασιληά τονέ βρίζουν». Πεντάρα δεν έδινε. — Έτσι που λες, κύριε έφορα! είπε σε λίγο ο Μπάρμπα Νικόλας, γυρίζοντας κατά τον οικονομικόν έφορο, ένα νεόφερτον υπάλληλο, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι. Τούτο εδώ, κύριε έφορα, τον ξέρουν τον τόπο μας και μου παίρνουν το δίκηο. Γνωριζόμαστε, βλέπεις, από πού βαστάει η σκούφια του καθενός· συντοπίτες όλοι.

Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δης που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ' αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δουλειά.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, στο άντρον του Πανός πούνε βωμοί κοντά του. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! εδοκίμασα εκεί λαχτάρα εγώ μεγάλη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Λαχτάρα, ποιάν; στα λόγια σου τα δάκρυα μου τρέχουν. ΚΡΕΟΥΣΑ Δύστυχο γάμο άθελα έκαμα με το Φοίβο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! τάχα ναν' αυτό που είχα καταλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν ξέρω• την αλήθει' αν λες, θα σου τ' ομολογήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και την αρρώστια την κρυφή πότε είχες υποφέρη;

Αυτήν την εικόνα, μάλιστα, η Νοέμι την αγαπούσε και μερικές φορές την αισθανόταν τόσο ζωντανή και αληθινή πλάι της που κοκκίνιζε και έκλαιγε λες και δέχτηκε την επίθεση ενός εραστή που είχε τρυπώσει κρυφά μες στην αυλή της.