Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Τι ζήλεψες από τους τενεκέδες; — Όλος ο κόσμος ζηλεύει! — Μα θέλουμε παράδες, γυναίκα. — Έχουμε τα βαρέλια γεμάτα. — Δεν φθάνουν! — Τι λες, Μανωλάκη; Με πενήντα βαρέλαις θα μεθύσουμε όλο το χωριό. — Και ύστερα; — θα βγης πάλιδρους, σύβουλος , ό,τ' θέλεις! — Έχεις απ' αυτά; Ηρώτησε πάλιν ο κυρ Μανωλάκης, προστρίψας γοργώς τον αντίχειρα επί του λιχανού του.
Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα. — Πώς ήθελα να μου τόνε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλοίμονό μου! Της είπα δύο ή τρεις στίχους του Ερωτόκριτου, που θυμόμουνα, κιαυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε: — Χαρώσε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου! Τότε κεγώ, αποκότισα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ' ότου μεγάλωσα.
Δε μ' έννοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύλια στ' αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτσουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν' αρχίζη να πρασινίζη, να βγάζη τα χνουδωτά σημάδια της νιότης, να πετάη βλαστάρια και να κλαδώνη, κατόπι νανθίζη και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταντούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι.
— Κιαμ' είντα να κάμωμε; είπεν η Πηγή περίλυπος και αυτή. Σα δε μπορούμε να κάμωμ' αλλοιώς πρέπει να κάμωμ' απομονή. — Δεν κατέω 'γώ απομονές, μόνο ναρθής να φύγωμε, ετσά που σούπα να πάμε στα όρη και σα θες να κάτσωμε εκειά παντοτεινά. — Μα με τα σωστά σου το λες να πάμε να κάτσωμε παντοτεινά στσι μαδάρες; Ντα αγρίμια 'μεστα; — Με τα σωστά μου το λέω.
Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ας τη λένε όπως θέλουν. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τη λένε πεζόν , αμαθεστάτη! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πεζόν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, πεζόν. Ό,τι είνε πεζόν δεν είνε στίχοι και ό,τι είνε στίχοι δεν είνε πεζόν. Και συ, ξαίρεις τι πρέπει να κάνης για να πης ένα ο ; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Πώς; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, τι κάνεις όταν λες ο ; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Τι λέτε, καλέ; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Για πες ο να δης. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι κάνεις; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Λέω ο .
Είναι πλούσιοι; Πόσα έχουν;» «Ούτε αυτοί, τι κάθεσαι και λες τώρα; Ίσως ο Μιλέζος, αλλά με δίκαιο διάφορο∙ τριάντα τοις εκατό, όχι παραπάνω….» «Και αυτό είναι δίκαιο διάφορο; Τότε τι είναι τα άλλα;» Τότε η Νοέμι έσκυψε στο τραπέζι και ψιθύρισε: «Και χίλια τα εκατό… Και καμιά φορά περισσότερο».
Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της.
— ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'. — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες! Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της. — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε! — Λέγε, γυιέ μ'! — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε! — Βέβια! βέβια!
Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε· — Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πες μου, για όνομα θεού, Σωκράτη, σε παρακαλώ, ποιες είν' αυτές που είπανε αυτό το πράμα το καλό; Μην είνε ηρωίδες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μπα! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ δεν το λες; γι' αυτό λοιπόν επέταξ' η ψυχή μου την ώρα που τα λόγια τους ήλθαν στην ακοή μου, και μου γυρεύει τώρα, να, λόγια να ψιλοκοσκινά, και να ψιλοκουβεντιάζη και για τον καπνόν ακόμη, κι' από τη γνωμίτσα, γνώμη και αντίλογο να βγάζη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν