Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Ο Έφις κοίταζε το ανθρωπάκι μεταξύ θαυμασμού και καχυποψίας και έμοιαζε να τον ρωτά με τα μάτια: «γιατί τόση γενναιοδωρία;». Κι εκείνος, που έτρωγε με το πρόσωπο σκυμμένο επάνω στο πιάτο του, σήκωσε τα μάτια και είπε: «Επειδή είμαστε χριστιανοί

Ο κάπελας, ένας μικρόσωμος χωριάτης που έμοιαζε με Εβραίο της Βίβλου, με τη μαρσίνα του ξεκούμπωτη πάνω από τις βράκες, έφερε κρασί μέσα σ’ ένα μπουΚαλί ανατολίτικο και ακούμπησε ένα μαύρο σιδερένιο λυχνάρι στο μέσο του τραπεζιού.

Ο ψεύτικος τυφλός άκουγε και κρατούσε σφιχτά επάνω του το κλεμμένο δισάκι. Άρπαξε το χέρι του Ιστένε και του είπε: «Μείνε μαζί μου, διάολεΈμειναν έτσι με τα χέρια ενωμένα, όπως τους είχε δει ο Έφις να βγαίνουν από την καζάρμα του Φόνι, και έμοιαζε να τον περιμένουν κάπως προκλητικά να μιλήσει.

Και δυοτρεις φορές προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε∙ του φαινόταν ένα όνειρο. Τελικά κούνησε τον Τζατσίντο, προσπάθησε να τον ανασηκώσει, του είπε γλυκά: «Άντε, έλα μέσα! Η μαλάρια παραφυλάει…Το σώμα όμως του νεαρού έμοιαζε να είναι από σίδερο, ξαπλωμένο βαρύ, κολλημένο επάνω στη γη από όπου φαινόταν ότι δεν ήθελε πια να ξεκολλήσει.

Γύρω του η ζωή έπαιρνε μια νέα όψη: ένα κύμα χαράς έμοιαζε να πλημμυρίζει το σπίτι όταν ερχόταν ο ντον Πρέντου: ήταν τα δειλά γέλια της ντόνα Έστερ, οι κουβέντες των αρραβωνιασμένων, τα σχέδια, οι φλυαρίες, οι ξαφνικές σιωπές από σεβασμό προς τον άρρωστο. Τότε εκείνος ένιωθε πως τους ήταν εμπόδιο και επιθυμούσε να φύγει.

Αλλά φανταστήτε, αξιότιμοι Κύριοι, αν από τον καιρό του Αδάμ δεν άλλαζε ο κόσμος κι αν έμοιαζε κάθε γιος απαράλλαχτα τον πατέρα του, τι θα είμαστε σήμερα! Ας το πούμε σιγά σιγά, να μη μας ακούσουν· ο ίδιος ο Αδάμ θα βαριούνταν τη ζωή, κι όλοι μας εμείς που βρεθήκαμε τώρα στην Πόλη, δε θα γιορτάζαμε ίσως αφτό το Συνέδριο, μήτε θα είχαμε Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο! Και θα είταν τόντις κρίμα.

Η Μαγδαληνή, προβάλλοντας μέσα από την κορνίζα της, έμοιαζε να έχει στραμμένη την προσοχή της στις φωνές της άνοιξης που έρχονταν με τον αρωματισμένο αέρα, και η Νοέμι αισθανόταν κι εκείνη, ακόμη και εκεί μέσα, ακόμη και πίσω από το δικτυωτό του εξομολογητηρίου, που ανάδινε μια μυρωδιά σκουριάς και ανθρώπινης αναπνοής, ένα τρέμουλο ζωής, μια επιθυμία θανάτου, μια αγωνία πάθους, μια λαχτάρα ταπείνωσης, όλα τα βάσανα, τις πίκρες, τη μνησικακία και το αγκομαχητό της αμαρτωλής από έρωτα.

Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!

Σιγά σιγά μπήκαν στη σειρά πιασμένες από τα χέρια και σήκωσαν τα πόδια ξεκινώντας τα πρώτα βήματα του χορού. Ήταν όμως άκαμπτες και δισταχτικές και έμοιαζε να υποβαστάζουν η μια την άλλη. «Είναι φανερό πως λείπει το βαστάγι! Λείπει ο άντρας. Φωνάξτε τουλάχιστον τον Έφις!», φώναξε η Νατόλια και, μιας και η Γκριζέντα την τσιμπούσε στο μπράτσο, πρόσθεσε: «Α, που να σε τσιμπήσει η σφίγγα!

Όλοι σχεδόν οι χωριανοί κατέβαιναν στο πανηγύρι και οι γυναίκες κουβαλούσαν στο κεφάλι δίσκους με γλυκίσματα και καλάθια γεμάτα με κότες δεμένες με κόκκινες κορδέλες. Τα δεντράκια τριγύρω ήταν γεμάτα με άγουρα φρούτα και το πανηγύρι έμοιαζε να απλώνεται σε όλη την κοιλάδα.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν