United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξαναπήγα τότες εις του βουλευτού και άκουσα πάλι πως δεν ξεύρει τίποτες και δεν είδε τον Μεϊντανό. Αυτή όμως τη φορά έμοιαζε σαν στενοχωρεμένος, απόφευγε το μάτι μου κ' εβιάζετο να με ξεφορτωθή. Την άλλη μέρα ευρέθη η κόρη μου. Ξέρεις τι είχε γίνη; — Πώς θες να το ξέρω; — Ο Μεϊντανός με δυο άλλους αχρείους την ακολούθησαν όταν έβγαινεν από το εργοστάσιο ως το γεφύρι της Βάθειας.

Όλοι πήγαιναν να διασκεδάσουν εκεί πέρα. Σα να βλέπω τη μητέρα σας, τη ντόνα Μαρία Κριστίνα, καθισμένη στον πάγκο στη γωνιά της μεγάλης αυλής. Έμοιαζε βασίλισσα με την κίτρινη φούστα της και το μαύρο, κεντητό της σάλι.

Έμοιαζε σα να μην είτανε πια δική μας, μα φαινότανε σα να είχε κάτι που ήθελε να μας το πη πριν χωριστή από μας, σα να μην μπορούσε να πεθάνη χωρίς να μας το πη. Είτανε φοβερό να βλέπουμε τον αγώνα της κι ακόμα φοβερότερο να χάσουμε ίσως τα τελευταία λόγια της. Ξαναέσκυψα απάνω της κι απελπισμένος της ψιθύρισα στο αυτί μια παράκληση. Τότε άνοιξε το μάτι της και με κοίταξε κ' εννόησα πως μ' άκουσε.

Έπρεπε να μάθης πως θα είναι κάπου στην ξένη γις ένας που λωλάθηκε για σένα· αχ! μη με ρωτάς τι θα γίνωΒασίλεβε ο ήλιος και τα νερά, σαν πληγωμένα, αντανακλούσαν εκεί κάτω τον κόκκινό του το δίσκο. Έμοιαζε η θάλασσα λυπημένη και λίγο λίγο προχωρούσε το σκοτάδι να την πλακώση· ο ουρανός είχε θλίψη κ' η καρδιά μου βαριοπονούσε. Γονάτισα μπροστά της και της έπιασα τα χέρι και της είπα·

Πάνω στους γυμνούς κοκκινωπούς τοίχους φαίνονταν ακόμη τα ίχνη από τις χάλκινες κατσαρόλες που δεν υπήρχαν πια και τα λεία και γυαλιστερά κρεμαστάρια όπου κάποτε κρεμούσαν τις σέλλες, τα δισάκια, τα όπλα, έμοιαζε να είχαν απομείνει εκεί σαν ενθύμια. «Λοιπόν, ντόνα Ρουθ;…..», ρώτησε ο Έφις, τη στιγμή που η γυναίκα έβαζε στη φωτιά μια μικρή χάλκινη καφετιέρα.

Μόλις πετάχτηκαν έξω οι τρομαγμένοι, φάνηκε κατόπιν κιο Δριμομιχάλης με τα σάβανα σκισμένα και με τη ξιφολόγχη στο χέρι. — Σταθήτε, άτιμοι, φώναξε, να δήτε αν απόθανα γη ζω! Έμοιαζε με μανιακό, πούχε φύγει από τα δεσμά του φρενοκομείου. Τα μάτια τον ήσαν τρομερά και τα κινήματά του φανέρωναν τη νευρική υπερένταση της μανίας.

Τον τήραε ο κόσμος πορφυρωμένο και θάμαζε την αντρίκια του όψη, τη μεγαλόπρεπη και χαριτωμένη κορμοστασιά του, λέγοντας πως έμοιαζε του Τραϊανού, καθώς τον ήξεραν από τις εικόνες του. Πρώτη του έννοια και φροντίδα είτανε φυσικά να γλυτώση τον τόπο από τους Γότθους. Κ' εδώ φάνηκ' αμέσως ο μεγάλος του νους.

Η φωνή της γριάς της φαινόταν να είναι η ηχώ από το δικό της παρελθόν. «Και ο ντον Τζάμε, κυρά μου; Ήταν η ψυχή του πανηγυριού. Όλο φώναζε, έμοιαζε με θύελλα, αλλά κατά βάθος ήταν καλός. Το ουράνιο τόξο έρχεται πάντα μετά την καταιγίδα.

Οι αδελφές σηκώθηκαν τρέμοντας και η ντόνα Έστερ μίλησε χαμηλόφωνα με μια φωνή που έμοιαζε το βέλασμα μικρού κατσικιού. «Τζατσιντίνο!....... Τζατσιντίνο!........ Ανιψιέ μου….. Δεν είναι όραμα αυτό; Εσύ είσαι;…..» Κατέβηκε από το ποδήλατο μπροστά τους και κοίταζε τριγύρω σαστισμένος.

Και όμως με πόσην ευχαρίστησιν του γαργαλίζω τα πέλματά του, ή τον σπρώχνω κατακέφαλα έξω εις τον αέρα! Αλλά δεν 'μπορώ να το καταφέρω! — Θα το καταφέρωμεν πλέον! έλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Συ ή εγώ! Εγώ, εγώ!» — Όχι, όχι! ηκούετο ένας ήχος γύρω της, ήχος που έμοιαζε σαν Ηχώ επάνω εις τα βουνά από ήχους των κωδώνων των εκκλησιών.