United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ' εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά.

Και άλλοι μεν έλεγαν να μεταβούν εις τας παρά τον Καύκασον και την Κασπίαν θάλασσαν χώρας, όπου το κλίμα ήτο ευκρατέστερον, άλλοι δε συνηγόρουν υπέρ της εξακολουθήσεως του πολέμου και κατά τον χειμώνα. Αλλ' η πρώτη γνώμη υπερίσχυσεν. Ο στρατός μετέβη εις τον Καύκασον φέρων πολλά λάφυρα και πεντήκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους Πέρσας.

Η Νεράιδα του Πάγου ιππεύει τον συρίζοντα Άνεμον και εποχείται εις τας βαθυτάτας κοιλάδας. Η σινδών της χιόνος εκτείνεται κάτω και κάτω εις το Βεξ, η Νεράιδα του Πάγου έρχεται και εκεί και βλέπει τον Ρούντυ να κάθεται μέσα εις τον Μύλον· εκάθητο αυτόν τον χειμώνα μέσα εις το δωμάτιον περισσότερον από όσον ήτο η συνήθειά του άλλοτε· εκάθητο κοντά εις την Μπαμπέτταν.

Και κουμπάρος; — Ένας βοσκός. Τόσοι βοσκοί 'νε στον Ομαλό. Κύστερα σα θες κατεβαίνουμε στο χωριό που θάνε κέτοιμο το σπίτι. Μα 'γώ, άνε μ' ερωτάς, έχω καλλίτερα να κάτσωμε παντοτεινά στα όρη και το χειμώνα να κατεβαίνωμε με τα ωζά μας στη γιαλιά να ξαχειμωνιάζωμε. Εσένα δε σ' αρέσει αυτή η ζωή; — Ό,τι σαρέσει 'σένα μ' αρέσει και μένα. — Τότε έλα να φύγωμε. Η Πηγή εσκέπτετο.

Κι ενώ κοίταζε μ' αγάπη τη σταφίδα του που σούρωνε στ' αλώνι κι έπαιρνε στον ήλιο ένα γλυκό μπλε χρώμα, έκανε τόσους καλούς λογισμούς, χαμογελώντας. Με τη σταφίδα αυτή θα πλήρονε τον τόκο στης χώρας τον τοκογλύφο, θ' αγόραζε στο στάρι του για το ψωμί του τον χειμώνα, θάντυνε, θα πόδαινε τα παιδιά του, και κάτι τι ακόμα π' όσο το στοχάζουνταν τόσο και χαμογελούσε γλυκύτερα.

Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Μεγαρείς επανέλαβον τα μακρά τείχη, τα οποία κατείχαν οι Αθηναίοι και κατέσκαψαν αυτά εκ θεμελίων, ενώ ο Βρασίδας, αφού εκυρίευσε την Αμφίπολιν, έχων τους συμμάχους, εξεστράτευσεν εναντίον της καλουμένης Ακτής, η οποία αρχομένη από της διώρυγος του βασιλέως παρατείνεται εις το εσωτερικόν της χώρας· ο δε Άθως, όρος υψηλόν, αποτελεί μέρος αυτής και καταλήγει εις το Αιγαίον πέλαγος.

Τόσο μόνο εννοώ, πως αυτόν το χειμώνα, που σε κάθε ανάμνηση που μου άφησε ούτε θέλω ούτε μπορώ να γυρίσω, η ευτυχία μου είτανε στο πως βρήκα στο τέλος κάτι, που θα βοηθούσε, όπως πίστευα, στη σωτηρία της γυναίκας μου. Τι ευτυχία είταν εκείνη!

Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Αθηναίοι συμφώνως προς τα πάτρια έθιμα έκαμαν την επίσημον κηδείαν των κατά τον πόλεμον τούτον πρώτων αποθανόντων. Ιδού δε κατά ποίον τρόπον τελούνται οι ενταφιασμοί ούτοι.

Τώρα δε αφού εθρήνησε καθείς σας εκείνον που είναι πρέπον αποχωρήσατε». Τοιαύτη υπήρξεν η επικήδειος πομπή η οποία έγινε κατά τον χειμώνα εκείνον, μετά του οποίου ετελείωσε και το πρώτον έτος του πολέμου.

Η κόρη εγκατέλιπε πλέον την σκούπαν, αφήρεσε την λευκήν πετσέταν από την ξανθήν κόμην της και ήρχισε να νίπτεται απελπισθείσα περί της πανηγύρεως, αλλά ψιθυρίζουσα πάντοτε συμπαθητικώς: «μήπως το ήθελεν η κακομοίραΠρο ημερών, τον πρώτον χειμώνα του Νοεμβρίου, τρικυμία συμβάσα εν τω Ευξείνω Πόντω επήνεγκε μεγάλα δυστυχήματα. Πλέον των δέκα ιστιοφόρων εναυάγησαν εις την άξενον εκείνην θάλασσαν.