Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το πρώτο το βαρβάτο Νάχη γερτάνι από φλουρί και κέρατα απ' ασήμι, Να τ' ακλουθάν τα πρόβατα, να τ' ακλουθάν τα γίδια, Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνης. Εσένα πρέπει, αφέντη μου, για να καβαλικεύης Τ' ασέλλινο, προσέλλινο, το κάλλιο το πουλάρι.

Κάρα και αμάξια, άμαξες και σούστες, άλογα με μπρούζινα κουδούνια στο λαιμό, άλλα φορτωμένα ξύλα μεγάλα, άλλα γυρίζοντας από τους μύλους φορτωμένα αλέσματα, άλογα της καβάλλας, βώδια και γαϊδουράκια, μουλάρια φορτωμένα κάρβουνα και κοπάδια πρόβατα και γίδια, πλημμύριζαν τους χαρωπούς αυτούς δρόμους.

Μα ο Δάφνης έμειν' εκεί ζωσμένος γιδοτόμαρο μαλλιαρό, έχοντας κρεμάσμένο, από τους ώμους ταγάρι, που μόλις τώχαν απορράψει, κρατώντας με τόνα χέρι τυριά χλωρά και με τ' άλλο κατσικάκια βυζανιάρικα· αν καμιά φορά ο Απόλλωνας, όταν εδούλευε στο Λαομέδοντα, εβόσκησε γίδια, τέτοιος θα ήτανε, όπως εφάνηκε τότες ο Δάφνης.

Στην Κρετσούνιτσα ζούσε ως τα πρόπερσυ ένας πιστικός, Σιάνος λεγόμενος, που πίστευε ο κόσμος, ότι τον είχαν πάρει οι Ξωτικιές. Τον είχα ρωτήσει πολλές φορές να μου ειπή πώς είταν οι Ξωτικιές, και μου έλεγε όλο και τα ίδια: — Είχα τα γίδια στην πλαγιά και καθόμουν σ’ ένα τσιογκάρι και τ’ αγνάντευα. Λάλησα λίγο τη φλογέρα, κι’ ύστερα, σα να νύσταξα, έκλεισα τα μάτια μου.

Εγώ, ακούγοντας, αναγύριζα τη φωτιά κι αποστέγνωνα ολοένα όσα σκουτιά του κορμιού μου δεν είχα προφτάσει να στεγνώσω 'ςτο χάνι του Τρίκκα. Ξάφνου γροικάμε να ροβολάν από τον ανήφορο 'ςτους χαλιάδες ποδοβολητά και κουδουνισμοί κοπαδιού. — Κύπρους έχουν, γιδερά είνε. Πετιέται και λέει ο Γκιτρίμης. Κι αληθινά. Σε λίγο πέρασαν από κοντά μας καμμιά πενηνταριά γίδια πηδώντας τον κατήφορο.

Παρακινούσε ο Δάμωνας και το Δάφνη να παχαίνη τα γίδια όσο μπορούσε περισσότερο, λέγοντας, ότι δίχως άλλο κ' εκείνα θα ζητήση να τα ιδή ο αφέντης, ερχάμενος ύστερ' από καιρό. Κ' εκείνος δε φοβότανε ότι δε θα παινευτή γι' αυτά, επειδή και διπλά από όσα είχε πάρει τάκαμε και κανένα δεν του είχε αρπάξει λύκος και ήτανε πιο παχιά από τα πρόβατα.

Τραγουδούσαν οι άλλοι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε' χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα, στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά.

Το χειμαδιό είναι καταμεσήςτης κουκουναριαίς, γερό σαν σπίτι. Ας πέση όσο χιόνι θέλη· τα γίδια του κολλήγα σου θα χορεύουν τώρα γύρωτη φωτιά, και ο γυιος μου θα παίζη το σουράβλι. Και είτα επανέλαβε πάλιν. — Να σ' πω. Να πάω να το φέρω; Και ηγέρθη ημιτρικλίζων ο ποιμήν. — Κάθησαι, κάθησαι, είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Τώρα θα απολύση η Εκκλησία.

Είχε θολώσει στα καλά πλειο. Οι αγέλες του χωριού συμμαζεύονταν από τους κάμπους στα κατώγια των σπιτιών ή στες καλύβες, κι' ακούονταν τα μουγκρητά των βωδιών. Τα σπιτιάρικα τα γίδια έμπαιναν στες πλατύχωρες αυλές, λαλώντας τα κυπριά τους «γλαν-γλαν», κάθε σπιτιού κοπή χωριστά, γνωρίζοντας το κατοικειό της.

Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ' αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσήςτο έρημο χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή: — Χριστέ, βοήθει!

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν