Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα, Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες, Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα, Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Ξάφνου από βράχου, από γκρεμού κορφή και από ραχούλα Στριγγιά γροικάνε σουρατά, σα να σουράη τσοπάνης Και σαλαγάει τα πρόβατα και σαλαγάει τα γίδια.
— Εγώ έχω τα γίδια μου, και ξέρω κι' όλαις ταις σπηλαίς να κρυφτώ, απήντησεν ο βοσκός. Τω όντι, την τελευταίαν στιγμήν του ήλθε του μπάρμπα-Δήμου η απορία: διατί, αν πράγματι είχαν έλθει πειραταί, ο Τσόμπανος δεν εφρόντιζε και περί της προσωπικής ασφαλείας του; Αλλ' ο βοσκός εξηκολούθησε ν' απομακρύνεται και μετ' ολίγον έγεινεν άφαντος,
Πώς αποκοτήσατε να κάνετε αυτά σαν εξωφρενιασμένοι. Εγεμίσατε πόλεμο την αγαπημένη μου εξοχή· αρπάξατε κοπάδια βόιδια και γίδια και πρόβατα, που εγώ τα νοιαζόμουν· ξεσύρατε από τους βωμούς παρθένα, που ο Έρωτας θέλει να κάμη μ' αυτή παραμύθι και δεν εφοβηθήκατε μήτε τις Νύμφες που σας εβλέπανε, μήτε εμένα τον Πάνα.
Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης, Να πάω να ζήσω 'ς το μαντρί, 'ς την ερημιά, 'ς τα δάσα, Νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια, Κ' έναν σωρό μαντρόσκυλλα, νάχω και βοσκοτόπια Το καλοκαίρι 'ς τα βουνά και τον χειμώ 'ς τους κάμπους. Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι.
Αν και πολλές φορές εβασανίστηκα κυνηγώντας γίδια βυζανιάρικα, και πολλές φορές απόκαμα τρέχοντας πίσω από μουσκάρια νιογέννητα, όμως αυτό ήτανε κάτι άλλο πράγμα κι άπιαστο. Αφού λοιπόν απόστασα, σαν γέρος που είμαι, κι' ακούμπησα στο ραβδί μου και συνάμα επρόσεχα, μήπως ξεφύγη, το ρωτούσα ποιανού γείτονα είναι και γιατί κορφολογάει ξένο περιβόλι.
Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρα — να δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.
Τότες λοξά τον κοίταξε ο Έχτορας και τούπε 284 «Αλλού να πας τους λόγους σου να βγάζεις, Πολυδάμα, 285 που θες ξανά μες στο καστρί σα γίδια να χωθούμε!
Και τα γίδια εσταμάτησαν σηκώνοντας το κεφάλι· ύστερα έπαιξε το σκοπό του βοσκημάτου και τα γίδια έβοσκαν σκύβοντας το κεφάλι· πάλι έπαιξε γλυκά κι όλα μαζί ξαπλωθήκανε χάμω· κ' έβγαλε στριγγό λάλημα· κ' εκείνα σαν να ερχότανε λύκος ετρέξανε στο δάσος να κρυφτούν· ύστερ' από λίγο έπαιξε το ξαναφωναχτικό και τα γίδια βγαίνοντας από το δάσος μαζεύτηκαν όλα κοντά στα πόδια του.
Κ' έχει τόση δύναμη, όση μήτε ο Δίας· ορίζει τα στοιχεία, ορίζει και τάστρα, ορίζει κι αυτούς τους θεούς· μήτ' εσείς δεν ορίζετε τόσο τα γίδια και τα πρόβατα· τ' άνθη όλα του έρωτα έργα είναι· τα δέντρα τούτα αυτουνού δημιουργήματα· απ' αυτόν τρέχουνε και τα ποτάμια και φυσούν οι άνεμοι.
Τότε εφροντίζανε να τρώνε τα βόιδια άχερο στους σταύλους, τα γίδια και τα πρόβατα στις στάνες φύλλα, οι χοίροι στα χοιροστάσια πρινοκόκκι και βαλανίδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν