United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου είπαν, πέντ' έξη πεθεράδες είν' έτοιμες, για να μου στείλουν προξενιά, ακούς; . . Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ' ακούς; . . . Χαράεμένα! . . . Ποια κι' άλλη θάχη την τύχη μου; Και τάζουν . . . . και τι δεν τάζουν! . . . Μα έννοια σου, ημείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη . . . Έτσι κ' έτσι δε μας γελούν εμάς . . . Κουράγιο . . . κάμε, να γένης καλά, παιδάκι μου!

Αν είχες κουράγιο να τρέξης και να μας ξερριζώσης μερικά γαδουράγκαθα, θα μας έδειχνες όχι μόνο πως ζης, μα και πως ζώντας νοιάζεσαι και τη ζωή της πατρίδας σου. Δουλειά, φίλε μου, και πάλι δουλειά. Ο κόσμος να χαλνάη, πάλι να δουλεύουμε πρέπει. Άλλον τρόπο δεν έχει.

Και αληθώς έκαμε κίνησιν βιαίαν τώρα να σπεύση εις τον λιμένα, αλλ' από την ευλάβειάν της ανεκόπη πάλιν να τελειώση η παράκλησις, ήτις πράγματι ετελείωνε πλέον, ότε και η κυρά Βγένα σαν αστραπή έγεινεν άφαντος. — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ! ενεθάρρυνε πάλιν ο καπετάν Μήτρος.

Κύτταζε κ' η Βεργινία από πάνω απ’ τη μάντρα της αυλής της κι από το μόνο παράθυρο της κάμαρης της κ' έπαιρνε κουράγιο κ' ελπίδα από τη χαρά της αλαργινής χλόης κι από της θάλασσας τη λάμψη, τη γλαυκή κι αμάραντη, πως σαν ερχόταν το καλοκαίρι και πιάναν οι ζέστες, θε να δυνάμωνε κι αυτή και θε να στερέωνε η υγεία της.

— Έ, υπομονή, κουράγιο· τι να κάμουμε; είπεν εις απάντησιν ο γέρο- Φόλης. — Τι υπομονή, κουράγιο; επανέλαβεν εν απορία ο Αγάλλος. — Αυτά έχει ο κόσμος, απήντησεν ο Φόλης. — Το ξέρω, είπεν ο Αγάλλος· μόνο πες μου τι τρέχει; — Ζωή σε λόγου σου, είπε πάλιν ο άλλος. — Πέθανε το Γκλεζώ; — Δεν απέθανε ακόμα· πεθαίνει. Τω όντι η νεάνις έπνεε τα λοίσθια.

ΛΕΟΝΤΙΧΟΣ. Για πες, Χηνίδα, στη μάχη με τους Γαλάτας πώς ώρμησα μπροστά από τους άλλους ιππείς με το λευκό μου το άλογο, και πώς οι Γαλάται, αν και είνε πολληκάρια, ετσάκισαν ευθύς ως με είδαν και κανείς δεν είχε το κουράγιο να σταθή και αντιμετρηθή μαζή μου. Εγώ τότε επέταξα την λόγχην κι' επέρασα πέρα και πέρα τον αρχηγό των μαζή με το άλογο του.

Θα γίνω... είπε και ξανάκλεισε τα μάτια του. Ο Βαγγέλης καθότανε και τον κύτταζε. Μια στιγμή δεν του φάνηκε διόλου καλά. «Αγγελοκρούζεται», είπε μέσα του. Σηκώθηκε και ζύγωσε στη γυναίκα με τρομάρα. — Κυρά Ασημίνα... καλέ, κοιμάσαι, καλέ; — Τι είνε; έκανε κείνη ξαφνιασμένη και τινάχτηκε απάνω. — Δεν τονέ βλέπω καλά. Τον χάνομε. Κουράγιο τώρα. Να σύρω να μιλήσω στη γειτόνισσα...

Και ο Τζατσίντο, με αφηρημένο βλέμμα, ξανάρχισε τις ιστορίες για τα μυθικά πλούτη των Στεριανών Κυρίων, για τις κακές τους συνήθειες και τη διαφθορά τους. «Και αυτοί είναι άνθρωποι ευχαριστημένοιρώτησε ο Έφις, σχεδόν θυμωμένα. «Κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευχαριστημένοι;» «Εγώ ναι, κύριε μου! Πιείτε, πιείτε και κάντε κουράγιο

Η μάνα της της έδωκε να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάση η Φραγκογιαννού. — Κουράγιο, κοπέλλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν. — Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα. Την εκύτταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση. — Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού. — Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.

Ποτέ να μη μας κουράζουνε, να μη μας χαλνούν το κουράγιο η ανοησία και το μίσος, το μίσος το σιχαμερό που όλο γιομίζει το στόμα του ψεφτιές, που το ξέρει και που δεν έχει ντροπή. Και τι να δώσουμε, οι δυο μας εμείς οι μικροί, τι να δώσουμε τους κακούς, τους πλούσιους και τους πονεμένους; Πρέπει να δώσουμε στον κόσμο ποίηση όση μπορούμε.