Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Στο λαιμό του, κρεμότανε από μια χρυσή αλυσσιδίτσα ένα κουδουνάκι, που τόσο χαρωπά, καθαρά, και γλυκά χτυπούσε, ώστε ακούγοντάς το, η καρδιά του Τριστάνου μαλάκωσε, εγλυκάθη, κι' ο πόνος του έλυωσε. Δε θυμώτανε πεια καμμιά από της πίκρες και της δυστυχίες που είχε υποφέρει για τη Βασίλισσα.
Γύριζε στο φεγγάρι, είχε αϋπνία. Το φεγγάρι ξέρεις τονέ χτυπάει κατακούτελα. Μην τα ρωτάς! ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Κ' εμένα με χτυπούσε μια φορά, σαν αγαπούσα τη Βασίλω. Όλη τη νύχτα γύριζα στα σοκάκια. Τώρα που τηνέ πήρα δε με χτυπάει ούτε ο Ήλιος. Ρώτα τη να σου πη τι τραβάει ως να με ξυπνήση. Γεια σου Μπάρμπ-Αργύρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Καλή δύναμι. Στο καλό .. . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, μοναχός του.
Ο άπρεπος λόγος — το πλάγιο χτύπημα — το βαμένο χαμόγελο — το μίσος που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησε — αυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το γένος των ανθρώπων — αυτό που δημιούργησε τον πόλεμο και την ιστορία!
Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελλό. Γύρισε μια και κύτταξε ολοτρόγυρα τους άλλους.
Είχα δει βράχους γυμνούς να υψώνουνται απάνω από το κύμα, που έσπαζε στα πόδια τους, κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου η παράξενη θύμηση μιας μεγάλης τρικυμίας, που χτυπούσε με σωρούς άμμο το ευαίσθητο παιδικό πρόσωπό μου. Είναι παράξενο πώς κρατεί κανείς τόσον καιρό μια τέτοια θύμηση κι ακόμα πιο παράξενο πώς μπορεί αυτή κ' ενεργεί με τόση δύναμη μες την ψυχή μας.
Όσο ανέβαινε προς το Νούορο άκουγε κάποιους χτύπους, λες και μια μεγάλη καρδιά, κρεμασμένη πάνω από την κοιλάδα, να χτυπούσε δυνατά, όλο και πιο δυνατά. «Είναι ο Μύλος και ο Τζατσίντο βρίσκεται εκεί», σκέφτηκε με χαρά.
— Νά! έλεγεν ο μικρός απομακρυνόμενος ολονέν με το νόμισμα εις τας χείρας, έως ου το έχωσε πάλιν εις τον κόλπον του. Και διηγήθη. — Το βράδυ ήμουνα κάτω 'ς τον άμμο για κανένα χταπόδι. Είδα το καράβι. Είπα, καράβι είνε· αλλ' ύστερα είδα να βγαίνη μια βάρκα όξω. Τούτο να σου 'πω, μ' ετρόμαξε. Και άμα η βάρκα επλησίασε 'ς τον άμμο, εγώ έκαμα κατά τη ράχη. Νά! χτυπούσε η καρδιά μου.
Για κύττα τον έναν, κύττα και τον άλλον ! Τι διαφορά ! Κ' η καρδιά της χτυπούσε πιο γλήγορα ίσαμ' απάνω στο λαιμό από μιαν αλάλητη τρυφερότητα και παράδοση όλης της υπάρξεώς της στο γλυκόν της το Νίκο και σαν από μιαν ελπίδα, που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα. . . Δεν της είχε πη ο γιατρός πως την είχε σαβανώσει για πάντα εκείνην την ελπίδα που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα: να γίνη μητέρα.
Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.
Το μόνο που δεν μπορούσε να νοιώση είτανε πως ο θάνατος, που είδε στο θέατρο, κρατούσε δρεπάνι, ενώ στην εικόνα χτυπούσε ένα κουδούνι. Όσο για τάλλα, η εντύπωση από το θέατρο, η εικόνα στην κάμαρα της μαμάς και το παραμύθι, που του διηγήθηκε αυτή, είτανε σα να είχαν σμίξει σ' ένα πράμα. Κι αδιάκοπα μιλούσε γι' αυτό το θέμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν