Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης; — Έφερα το ράσον. Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου. — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά; — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά. Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου. — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη. — Όχι, δεν εκουράσθηκα.

Ζαλισμένη από την ανιαρή κ' εποικοδομητική κουβέντα εκείνων που δεν έχουνε μήτε το πνεύμα της υπερβολής μήτε το δαιμόνιο της ρομάντσας, κουρασμένη από τους νοήμονες που οι αναμνήσεις τους στηρίζονται πάντα στο μνημονικό και τα λόγια τους όλο και περιορίζονται από την πιθανότητα και κάθε ώρα και στιγμή ενδεχόμενο να επιβεβαιωθούν από τον πρώτον τυχόντα απλοϊκώτατον φιλισταίον, η Κοινωνία αργά ή γρήγορα θα γυρίση πίσω στον χαμένον οδηγό της, τον μορφωμένο και γόητα ψεύτη.

Έψησε καφέ διά τον Φάλκον της, τον καλομαθημένον, είτα εμαγείρευσε φαγητόν από τομάτες και κρόμμυα με λάδι. Αφού έφαγαν, εκλείσθησαν εις τον οικίσκον διά να κοιμηθούν. Η Μαχώ ήτον κουρασμένη, και δεν άργησε ν' αποκοιμηθή. Ο Φάλκος όμως έκαμε τον ψόφιον κατ' αρχάς κι' άρχισε να ροχαλίζη. Άμα ενόησεν ότι η μητέρα του είχεν αποκοιμηθή, εσηκώθη, κι' άνοιξε την πόρταν.

Είναι αυτό επικίνδυνο; Μάλιστα, είναι επικίνδυνοόλες οι ιδέες, καθώς σου είπα, είναι επικίνδυνες. Όμως η νύχτα είναι κουρασμένη και το φως της λάμπας τρεμοσβύνει. Ωστόσο κάτι ακόμα δεν μπορώ να μη σου το ειπώ. Έλεγες για την Κριτική ότι είναι κάτι τι άγονο.

Δε σου την πήρα βέβαια, της απάντησα. Είναι αλήθεια. Έπρεπε όμως να είχα νοιώσει πως εκείνο που πίστευες σου είτανε πολύτιμο. Τόσο πολύτιμο, που δεν έπρεπε να σε κάμω ποτέ να νομίσης πως είτανε δυνατό να θέλω να σε φέρω σ' άλλους στοχασμούς. Όλο το πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτίστηκε από φέγγος εσωτερικό και μ' αδύνατη, κουρασμένη χαρούμενη φωνή μ' αγκάλιασε και με καλονύχτισε.

Η σύζυγός του, κάθιδρως, κουρασμένη από της επιμόχθου πλυντικής εργασίας ανεπαύετο ακόμη, θηλάζουσα και το βρέφος, το νήπιον, του οποίου περιέσφιγγε τους αεικίνητους πόδας επί της οσφύος της.

Βλέποντας μέσα μια όψη κουρασμένη, μου φαίνεσαι πως θλίβεσαι διπλά, σα να ρωτάς: Χαρά στη γη δε μένει; ο αγώνας δε θερμαίνει την καρδιά; Και πιο πολύ πονείς γιατί μαζί σου τη λαχτάρα σου πήρες, την ορμή σου.

ΤΑΣΣΟΣ ΦΛΕΡΗΣΔικηγόρος, που δεν κάνει το επάγγελμά του και ζη από ένα μικρό εισόδημα. Σαρανταπέντε ετών, δείχνοντας μεγαλύτερος, από μια κουρασμένη ζωή, που τα ίχνη της είναι ζωγραφισμένα στο πρόσωπό του και στα πρώιμα ασπρισμένα μαλλιά του. Φιλάρεσκος στο ντύσιμο και τους τρόπους. ΔΩΡΑΚόρη του ως δεκάξη χρόνων. ΒΕΡΑ ΜΕΡΑΤΗ — Η πρώτη ερωμένη του Φλέρη, ως τριανταπέντε χρόνων.

Η σκηνή παριστά boudoir κυρίας, επιπλωμένον με κάποιαν πολυτέλειαν. Η κ. Μεμιδώφ και αι τρεις θυγατέρες της εισέρχονται με φορέματα χορού, ενώ η υπηρέτρια ανάπτει τα φώτα. Η κ. Μεμιδώφ, γυναίκα ως σαράντα πέντε χρόνων, ενδυμένη ντεκολτέ, ρίπτεται εις μίαν πολυθρόναν ως πολύ κουρασμένη Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ουφ! Έσκασα. Ωραίος ο χορός, αλλά τον χειμώνα και όχι με τέτοια ζέστη.

ΒΕΡΑΔε μιλείς Τάσσο; Δε με καταλαβαίνεις ακόμα; ΦΛΕΡΗΣΑλλοίμονο. Τα λόγια σου, Βέρα, στέκονται στα δικά μου τα χείλια. Εγώ είμαι το γερασμένο, το αρρωστημένο σώμα, εγώ είμαι η πληγωμένη ψυχή, εγώ είμαι η κουρασμένη σκέψη. Εγώ είμαι ο ανάξιος θύτης. Α! τι φως, τι φως έρριξες μέσα μου, Βέρα! Τι ερείπια, τι ερείπια μου φανέρωσες! Τετέλεσται! Αλλοίμονο, Βέρα!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν