Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπππ.... »

Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη. Γαρουφ.

ΘΑΝΑΤΟΣ Νοιώθω καλά τα λόγια σου και τι ζητείς το νοιώθω. ΑΠΟΛΛΩΝ Τάχα θα ήτανε πολύ, ν' αφήσης να γεράση και να την πάρης έπειτα; ΘΑΝΑΤΟΣ Α, δεν μπορεί να γίνη ούτε αυτό. Αδύνατον! Γιατ' η τιμές μ' αρέσουν. ΑΠΟΛΛΩΝ Μήπως αργά ή γρήγορα δεν θα της έχης: ΘΑΝΑΤΟΣ Όταν πεθαίνουν νέοι, πιο πολλή είν' η τιμή για μένα.

Η δημοσιά μέχρι το χωριό ήταν ανηφορική κι εκείνος περπατούσε αργά επειδή τον προηγούμενο χρόνο τον είχαν εύρει οι θέρμες της μαλάριας και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια.

Φιδωτό το ποτάμι στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζόδρομος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Τα φύλλα πέφτανε αργά έναένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέραπέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο.

Τονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ναποθάνη στον τόπο του, κ' έτσι ξεκίνησε, με ταπομεινάρια του είναι του. Να πάη όμως μέσα στο χωριό και να πη πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν ταποκοτούσε. — Έπειτα είνε κι αργά. Ποιος θα με πονέση, πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με ταγαπημένο νησί του.

Και λοιπόν να μεταβληθώμεν γλήγορα ή αργά εις κατάστασιν ηδονικήν είναι δυνατόν, να ενεργούμεν όμως κατά την διάρκειαν αυτής γλήγορα δεν είναι δυνατόν, εννοώ δε να ευχαριστούμεθα ενεστωτικώς. Έπειτα η γένεσις ποίαν έννοιαν είναι δυνατόν να έχη; Δηλαδή φαίνεται ότι δεν παράγεται έν τυχαίον από άλλο τυχαίον, αλλά από ό,τι παράγεται, εις αυτό και επιστρέφει.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

ΛΕΑΙ. Είχαν τραπέζι αυτή και η Δημώνασσα η Κορινθία, άλλη πλουσία, η οποία κάνει την ίδια τέχνη με την Μέγιλλαν. Μ' εκάλεσαν λοιπόν να παίξω κιθάρα• αφού δε έπαιξα• και ήτο περασμένη η ώρα και αυτές είχαν μεθύση, η Μέγιλλα μου είπε: Είνε ώρα για ύπνο, Λέαινα, και επειδή είνε αργά μείνε να κοιμηθής μαζή μας• θα σε βάλλωμε στη μέση. ΚΛΩΝ. Έμεινες; Και έπειτα τι έγεινε;

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν