Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Ο άνεμος περνούσε ορμητικός, αλλά αργά το απόγευμα ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα σύννεφα σκίζοντάς τα και σπρώχνοντάς τα μέχρι τον ορίζοντα και όλα έλαμψαν τριγύρω στα βουνά και στις κοιλάδες όπου η ομίχλη συγκεντρώθηκε σε ασημένιες φωτεινές λίμνες.
«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουππππ...
Του χριστιανού ο θάνατος δεν είναι καταστροφή, δεν είναι εξόντωσις· είναι ελπίς ιλαρωτέρου φωτός, είναι αρχή νέας υπάρξεως, είναι αθανασία ατελεύτητος, ή, καθώς έλεγεν ο Σωκράτης, ο θάνατος είναι μετοίκησις της ψυχής από την επίγειον εις την ουρανίαν ζωήν. Όλοι αργά ή ογλίγωρα θέλομεν υποβληθή εις την μετοίκησιν ταύτην.
Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη. — Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;
Διότι η ευστοχία είναι κάτι που δεν έχει λόγον και γίνεται γλήγορα, ενώ η προμελέτη διαρκεί πολλήν ώραν, και λέγουν παροιμιωδώς ότι πρέπει να σκεπτώμεθα μεν αργά, αλλά να εκτελούμεν γλήγορα τα αποφασισθέντα. Έπειτα διαφέρει η αγχίνοια από την περίσκεψιν. Είναι δε η αγχίνοια κάποια ευστοχία. Αλλ' ούτε βεβαίως κρίσις είναι η περίσκεψις.
Μόνος, χωρίς ιπποκόμο, με τα σπηρούνια βυθισμένα στα ματωμένα πλευρά του αλόγου του, έτρεχε στα τέσσερα. Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, ο Γκορνεβάλης, τον παραμονεύει: γρήγορα έρχεται, αργά θα γυρίση. Περνάει.
Γύρισε, φοβιτσάρη, να ιδής τον εαυτό σου. Καθρέφτη σούκαμα να καθρεφτίζεσαι μέσα. Ο Δημητράκης γύρισε αργά — αργά και κύτταξε πάλε το κέντημα. Ήταν κίτρινος σαν το φλωρί· τα μάτια του έρριχναν παράξενες αστραπές. Τα μαλλιά πεσμένα στο μέτωπό του τον έδειχνε σαν να σηκώθηκε από αρρώστεια πολυκαιρινή. Τα χείλη του άσπρα έτρεμαν από τη συγκίνηση.
Μεγάλοι ποντικοί αφεντεύουν ολούθε. Βαρβάτοι ποντικοί κι αράχνες μεγάλες και υπομονητικά σαράκια στήσανε το λημέρι τους ανόχλητα. Οι ανυφαντήδες δουλεύουν — δουλεύουνε αργά και ταπεινά, με τον κακό σκοπό να πιάσουνε τη μύγα που θα περάση ανυποψίαστη. Ο σάρακας τρυπάει — τρυπά το πατερό, με την αλύγιστη μυτίτσα του και δεν έχει άλλη φροντίδα παρά την παλιοκοιλιά του.
Ναι, εκεί θ' ανατείλη. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται να πιάση τη στεριά. Αργά ή γρήγορα θα την πιάση τη στεριά. Και τότε σε όλη την ελληνική γη από άκρη σε άκρη, από νότον και βοριά, από ανατολή και δύσι, ζείδωρος ήλιος θα πυρώση τους δούλους, καμπάνα θα σημάνη σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία.
Ήτο ο πρώτος της ζωής του τρόμος, η πρώτη φρίκη, την οποίαν ησθάνθη. Αργά το βράδυ επανήλθε φέρων την είδησιν του θανάτου εις το σπίτι, το οποίον τώρα έγινε σπίτι πένθους. Η γυναίκα δεν εύρισκε δάκρυα· και μόνον, όταν έφεραν το πτώμα, εξέσπασεν η οδύνη. Ο καϋμένος ο ηλίθιος εχώθη μέσα εις το κρεββάτι του· δεν τον είδε κανείς όλην την άλλην ημέραν, και μόλις το βράδυ ήλθε προς τον Ρούντυ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν