Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Ευρέθησάν τινες διά να υπάγουν να κράξουν τον πλοίαρχόν του, του οποίου η οικία ευρίσκετο ένα δρομίσκον παραμέσα από την προκυμαίαν αλλ' ήτο αργά πλέον. Απόπειρα είχε γίνει, με μίαν μεγάλην σκαμπαβίαν με έξ κωπία, να πλεύσωσι προς το νότιον μέρος, εις το στόμιον του λιμένος, με τον λυσσώντα άνεμον τον πνέοντα από της ξηράς, αλλά δεν ημπόρεσαν να «μπουτάρουν», ήτοι να κατευθυνθώσι προς τα εκεί.

Αργά δε βαδίζοντες έφθασαν μετά τρεις ημέρας εις Γίγωνον και εστρατοπέδευσαν. Οι δε Ποτειδαιάται και οι μετά του Αριστέως Πελοποννήσιοι αναμένοντες τους Αθηναίους εστρατοπεδεύοντο πλησίον της Ολύνθου εν τω ισθμώ και έστησαν αγοράν έξω της πόλεως.

Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργάκαι οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις. Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη. Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν.

Τα πουλιά τραγουδούσαν αδιάκοπα μέσα στα φύλλα, άλλα την ημέρα κι' άλλα τη νύκτα στο φως του φεγγαριού, και οι κάτασπροι κύκνοι ταξίδευαν αργά και καμαρωτά, σαν μικρά καραβάκια μ' απλωμένα πανιά απάνω στις λίμνες.

Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε. — Παγώνα! ε! Παγώνα! — Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίζων την φωνήν της. — Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;

Επεξελθόντες οι Χίοι πανδημεί κατέλαβαν θέσιν τινά οχυράν και συγχρόνως τα τριακονταέξ πλοία των προχωρήσαντα κατά των τριακονταδύο των Αθηναίων εναυμάχησαν. Η συμπλοκή έγινε πεισματώδης· αλλ' επειδή ήτο ήδη αργά, οι Χίοι και οι σύμμαχοι χωρίς να νικηθούν επέστρεψαν εις την πόλιν.

Ο Τριστάνος βλέποντας ότι αποφεύγει την προσέγγισί του, τρέμει από θυμό κι' από πείσμα, κι' υποχωρεί κατά τον τοίχο, κοντά στην πόρτα. Και με την παραλαγμένη φωνή του: «Βέβαια, είπε, έζησα πάρα πολύ, αφού είδα την ημέρα όπου η Ιζόλδη με διώχνει, δεν καταδέχεται να μαγαπήση, με μεταχειρίζεται σαν χυδαίο. Α! Ιζόλδη όποιος αγαπάει πολύ, αργά ξεχνάει.

Ο Σαντουριέρης πάντα μπροστά, με τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Ξοπίσω πάντα αφτή ορθόκορμη, βεργολύγερη, τσακίστρα πρώτης, του διαβόλου ναζού. Ωχ, βασίλισσα για μια νυχτιά, — ψυχή μου! — του μικρού του χωριού, που τόσο ακριβά θενά πωλούσε την ξέθωρη αλλού τη μπογιά της. Εκατέβηκαν τη σκάλα. Ετραβούσαν αργά, μη σκοντάψουν. Ανέβηκαν τον όχτο, να ροβολήσουν εκείθε.

Όσο που αργά και σιγαλά σβήνει στερνά κι εκείνη, κι απλώνει ένα μισόφωτο θαμπά, χαλκά λευκό, μισόφωτο που σούρουπο σιγά σιγά έχει γίνει, που και η κατσίκα χάνεται χαλκή μες στο χαλκό. Κι όπως στη ράχη βόσκοντας μακραίνει το κοπάδι, κάπου ένα μόνο απόβαθα κουδούνι τώρα ηχεί σαν κλάμα, σαν παράπονο που σκέπασε το βράδυ στ' αλαργινά ό τι αλαργινό ζητούσε μια ψυχή.

Εις εκείνην την αυλήν ήτον εμποδισμένον με θάνατον όποιος ήθελε σταθή αργά εις το περιβόλι του παλατίου εις το οποίον, αφού και οι άνδρες ετραβιόνταν πριν νυκτώση, έβγαιναν οι γυναίκες του παλατίου, και εσεργιάνιζαν διά μερικές ώρες. Και μίαν ημέραν όντας εις τον κήπο μόνος μου, και στοχαζόμενος τα περασμένα μου συμβεβηκότα, επέρασεν η διωρισμένη ώρα που έπρεπε να τραβηχτώ, χωρίς να καταλάβω.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν