Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Όταν άλλος τον ηρώτησεν εάν και αυτός τρώγη τηγανίτες, Νομίζεις, είπεν, ότι η μέλισσες κατασκευάζουν το μέλι διά τους μωρούς; Ιδών δε εις την Ποικίλην Στοάν ανδριάντα του οποίου η χειρ είχε αποκοπή, Αργά, είπεν, οι Αθηναίοι ετίμησαν τον Κυναίγειρον με ανδριάντα.
Η γραία επαιδεύετο να βράση δύο ή τρία σκορπιδάκια, τα οποία της είχε φέρει, ο γέρων αργά φθάσας την εσπέραν εκείνην με την μικράν βάρκαν του εκ της ημερησίας ανά τον λιμένα εκδρομής.
Αμ τις προάλλες πούμαστε φερμένες εγώ με τις κόρες μου και μας έμεινε στα χέρια μισήν ώρα, ξερή !. . ήτονε μονάχη της- ήτον και η Ευρυδίκη-γύρισε και ρώτησε την Μπιμπίκα-ας είναι . . . αν δεν ήμαστεν εμείς. . είδαμε και πάθαμε να τη συνεφέρουμε-γυναίκες ολομόναχες-πήγα να παλαβώσω. . είναι και η ευτύνη ξέρεις ! γιατί έπειτα σου λέει άλλος- Άσ' τα τώρα, Κυρά Χαρζανοπούλου! είπε ο γιατρός, σταθήτ’ απ’ το κρεββάτι!. . σταθήτε από 'κεί δα!. . μη μου κλείνετε το φως να δούμε τι θα κάνουμε. . . Έπιασε πάλι το σφιγμό της Βεργινίας με το ρωλόϊ στο χέρι. . έβαλε ταυτί του στην καρδιά της. . . Έπειτα έχυσ' αιθέρα στα χέρια του και της έτριψε τα μηλίγγια. . της έτριψε τα χέρια και τα πόδια. . . Έξαφνα άνοιξε η Βεργινία τα μάτια της και το στόμα της άρχισε ναναπνέη αργά. . . Κ’ η αναπνοή της γινόταν ολοένα πιο βαθειά. . το στήθος της ανασηκωνότανε σα να φούσκωνε απομέσα του ένα κύμα να ξεσπάση. . . Ο γιατρός γύρισε να δη το Νίκο που στεκόταν πίσω του, ακκουμπηστός στο κρεββάτι: σούρωσε τα χείλια του και τανέβασε ως τη μύτη του. . . Ο Νίκος έβλεπε της Βεργινίας τα καμώματα μ’ όλη την ψυχή του χυμένη στα μάτια του. . . Ακουγόταν τώρα η αναπνοή της Βιργινίας σαν ανάλαφρο ροχαλητό ανθρώπου βαριοϋπνιασμένου. . άνοιγε το στόμα της και τάφηνε λίγην ώρα ανοιχτό. . . και το ξανάκλεινε αργά, παράξενα σα μ’ ένα μηχανισμό, αλλοιώτικα από άνθρωπο: όπως τα ψάρια που τα πετάει το κύμα στο γιαλό. . κι ολοένα πιο πολύ το στόμα της άνοιγε και πιο πολλήν ώρα έμενε ανοιχτό, στυλωμένο τώρα, σαν πόρτα που δεν ξαναπέφτει να κλείση. . . Η Λιόλια κύτταζε με το κλαμένο πρόσωπό της ξαστρωμένο πάλι, σαν κρυφοχαρούμενη πούβλεπε τη Βεργινία νανοιγοκλείνη το στόμα, να ξαναζωντανεύη. . . Τι κάνει έτσι, γιατρέ; τ' είν' αυτό που κάνει ; φώναξε ο Νίκος του γιατρού με τρόμο- Δεν είν' καλά η γυναίκα σου ! Η Χαρζανοπουλίνα κ' η κόρη της που στέκονταν εκεί κοντά, κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους κ' η γριά κούνησε το χέρι της σα νάλεγε για κάποιον πως έφυγε και πάει: Δεν τη βλέπεις, Κυρ Νίκο μου ; δεν τη βλέπεις που τελειώνει και σ' αφήνει γεια; . . .Τα μάτια της Βεργινίας είχαν ανοίξει διάπλατα: κύτταζαν αχνά και ξέξασπρα το Νίκο, κατάματα. . κι όλο άνοιγαν πιο πολύ, σα να θέλανε να βγουν απ’ τις κόγχες τους να πεταχτούν απάνω του, κ’ οι κόρες τους μεγαλώνανε σκοτιδιασμένες σα δυο βαθειές τρύπες. . . Βεργινία !!-ξεφώνισε ο Νίκος. . . Βεργινία μου!!.. κ'έπεσε γονατιστός, μ’ έναν πνιγμένο λυγμό, μπροστά στο κρεββάτι και της έπιασε το χέρι . . Οι δυο βαθειές τρύπες των ματιών της Βεργινίας αποπάνω απ’ το κεφάλι του Νίκου μαυρίζανε σαν πηγάδια—Άξαφν’ άνοιξε η Βεργινία το στόμα της ακόμα περισσότερο και δεν το ξανάκλεισε πια-τα μάτια της θολώσανε-σα να πέρασ’ ένα σύννεφο ψηλά, ένας αχνός αποπάνω τους-κι απόμειναν εκεί δα, ορθάνοιχτα, στυλωμένα απάνω στο πρόσωπο του Νίκου Ο γιατρός σηκώθηκε: Δεν είχε δύναμη η καρδιά της-είπε.
Αφού ήτο πολύ αργά να εκδηλώση την συμπάθειάν του εις τον Ιησούν ως ζώντα Προφήτην, θα έδιδε τουλάχιστον σημείον της αφοσιώσεώς του προς Αυτόν ως Μάρτυρα και θύμα ανόμου συνωμοσίας. Ούτος προσήλθεν εις τον Πιλάτον κατ' αυτήν την εσπέραν της Παρασκευής, και παρεκάλεσεν ίνα δοθή αυτώ το νεκρόν σώμα.
Το επροχώρουν αργά, πολύ αργά, διά να μη ταράξω τον ύπνον του γέροντος. Έπρεπε να παρέλθη τουλάχιστον μία όλη ώρα έως να χώσω το κεφάλι μου μέσα εις την οπήν, αρκετά μακράν διά να τον ίδω αναπαυόμενον επάνω εις το κρεββάτι του.
Τέλος μετά έν έτος πεισθέντες οι άγγλοι περί της αθωότητος του καπετάν-Θοδωρή — πόσον αργά πείθονται οι ισχυροί! — πεισθέντες ότι ο καπετάν-Θοδωρής ουχί εκ περιφρονήσεως χάριν κέρδους επισφαλούς αλλ' εξ αγνοίας ευρέθη εντός της γραμμής του αγρίου εκείνου στόλου, απέλυσαν αυτόν, δόντες μίαν ενδυμασίαν και μίαν λίραν — ελεημοσύνην ισχυρού προς ασθενή — ως πικράν ανάμνησιν της εν τη αγγλική ναυαρχίδι καθείρξεώς του.
Στο λιμάνι χοροπηδούσαν οι βάρκες η μια κοντά στην άλλη κι απάνω στους βράχους ξηραινόντανε στον ήλιο σωροί ψάρια. Έξω σ' ένα ακρωτήρι του νησιού στεκόντανε μαζεμένοι μερικοί άντρες με πισσωμένα φορέματα, με ναυτικά κασκέτα και ψηλά ποδήματα και ταχτοποιούσαν αργά και προσεχτικά ένα σωρό μεγάλα ψάρια, που πρώτη φορά τα έβλεπα.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!
Οι προσπάθειες του Αγαμέμνονος να σώση την κόρη του, η συμπάθεια και κατανόηση του Μενελάου, που έρχονται αργά, για το θύμα, η τολμηρή αντίσταση του Αχιλλέα εναντίον του στρατού για να σωθή η μνηστή του, εντείνουν τη δράση και την τραγικότητα. Η λύση του δράματος δίδεται από τον από μηχανής θεόν. Η μετάφραση, σε στίχους, του Ι. Φραγκιά.
Και λέγοντας ταύτα τα λόγια εσηκώθηκαν και επήγαν να γευθούν, διατί η ώρα ήτον πολλά αργά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν