Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Επίσης η Σελήνη κατά την νύκτα περιφέρεται άγρυπνος και φέγγει εις τους κωμάζοντας και τους αργά επιστρέφοντας από τα γεύματα.
Εσηκώθηκα, ωμιλούσα με μεγάλην φωνήν και με σχήματα βίαια, αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυε ν' αυξάνεται. Πώς συνέβαινε να μη θέλουν να φύγουν! Διέτρεξα το παρκέ καθ' όλας τας διευθύνσεις, με βήματα αργά και πλατειά, προσποιούμενος ότι εταράχθην υπερβολικά από τας αντιλογίας αυτών των ανθρώπων. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.
Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά.
Η άνοιξη έφτασε αργά αυτόν το χρόνο, η άνοιξη, που την πρόσμενα σα λυτρωτή, φαινότανε σα μην ήθελε ναρθή διόλου. Τραχειά και κρύα έμενε η γις, γυμνά γέρνανε τα κλαδιά των δέντρων μπρος στα παράθυρά μας από τον παγερό άνεμο. Ο Απρίλης έβγαινε κ' οι σωροί το χιόνι στενόντανε σαν πύργοι ακόμα κι αν κάπου έλαμπε ο ήλιος, ο βοριάς πάγωνε τον αέρα με τα ρεύματα που έφερνε από το βοθνικό κόλπο.
— Άξιζε τάχα τέτοια θυσία; εμουρμούρισε αργά και στοχαστικά σα να ρώταε τον εαυτό του. — Άξιζε δεν άξιζε εκείνοι δεν το λογάριασαν. Είπαν να κάμουν κράτος και τόκαμαν· τ' άλλα τ' άφηκαν στα παιδιά τους... Μα σα να κουράστηκες βλέπω· πρόσθεσε η κόρη βλέποντας το Δημητράκη αφαιρεμένο. Σε ζάλισα με το κέντημά μου. — Όχι, Ελπίδα, όχι· είπε βιαστικά εκείνος εμποδίζοντάς την να τυλίξη το μετάξι.
Μόνος ηδυνάμην ευκολώτερον να κρυφθώ, να κατασκοπεύσω και να εισχωρήσω εντός του κήπου, τους δε σάκκους είχα κατά νουν να τους κρύψω εις το δάσος πλησίον του παρεκκλησίου, και να έλθω την επιούσαν με τον Παντελήν να τους παραλάβωμεν. Αλλ' ήδη μετενόουν και ηυχόμην να είχα τον Παντελήν πλησίον μου. Η γενναιότης μου εκλονίζετο καθ' όσον ήγγιζε της εκτελέσεως η ώρα. Αλλ' ήτο αργά πλέον.
Φυσώντας τα κοντά, σκιστά ρουθούνια του έστεκε κει και κοίταζε πώς ο Σβεν γέμιζε με άμμο ένα τενεκεδένιο κουβαδάκι αργά και προφυλαχτικά, ή πως κάποτε άλλαζε το παιγνίδι αυτό με τη λιγότερο ταιριαστή διασκέδαση να τσαλαβουτά μέσα στο βαρέλι με το νερό.
— Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον. — Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον . . . Βλέπεις εις ποίους καιρούς ζώμεν . . . είμεθα αγενείς δούλοι! — Αργά το ενόησες, Βινίκιε.
Ο ήσκιος φίλησε μ' ευλάβεια τον πεσμένο κορμό· έπειτα σηκώθηκε βιαστικά, γύρισε τα μάτια ολόγυρα και κούνησε αργά το κεφάλι σα νάκλαιγε την τόση καταστροφή. — Μάννα! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος, απλώνοντας τα χέρια. Ήταν ίδια η κυρά Πανώρια· η κορμοστασιά, το μέτωπο, το βλέμμα εφανέρωναν πως ήταν εκείνη. Δεν έδωκε όμως απάντηση στη φωνή του γιου της. Ούτ' έδειξε πως τον άκουσε.
Όποιος λοιπόν τρέχει άσχημα, δεν το παράγει αυτό το κακόν και άσχημον υπό έποψιν τρεξίματος; Ιππίας. Άσχημον. Πώς όχι; Σωκράτης. Δεν τρέχει δε κακώς όστις τρέχει αργά; Ιππίας. Μάλιστα. Σωκράτης. Δεν κάμνει λοιπόν το κακόν τούτο και άσχημον ο μεν καλός δρομέας εκουσίως, ο δε κακός ακουσίως; Ιππίας. Έτσι φαίνεται βεβαίως. Σωκράτης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν