Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Σε άλλους ανοίχτηκε ο δρόμος της ευτυχίας. Σε άλλους ο δρόμος των ηρωισμών. Αληθινά αξιολύπητοι είναι εκείνοι πού μένουν ανάμεσα στους δυο δρόμους. Τάσσο, μπορούμε τώρα να χωρισθούμε υπερήφανοι, χωρίς δάκρυα, χωρίς μεταμέλεια, να χωρισθούμε για πάντα.. . Δώσε μου το χέρι σου. Βέρα! Να πού σας έφθασα. Κράτησα το λόγο μου. ΒΕΡΑ — Καλά που ήλθατε, γιατρέ. Για μένα είναι αργά και πρέπει να σας αφίσω.
Κ' εμείς εκεί μέσα θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως είμαστε σε κανένα δάσος από εκείνα των παραμυθιών τα μαγεμένα, που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσές και καμάρες αεροΰφαντες· που άνθρωπος δεν διαβαίνει, και πουλί πετούμενο δεν λαλεί και θηρία δεν μονιάζουν παρά βασιλεύει ερημία και σκοτάδι κυβερνά και η παγωνιά καταλεί, αργά και άσφαλτα τους δύστυχους που επλάνεψεν η τύχη στ' ανήλιαστα μονοπάτια τους!
Φιδωτό το ποτάμι, στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζοδρόμος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.
Ο Μανάρας ήταν από τοις πλούσιοι χωρικοί· πολύ έξυπνος και πολύ άξιος άνθρωπος, εφημηζότανε και για πολύ τολμηρός λαθρέμπορος. Ο παππάς Συνέσιος εβυθίσθηκε σε ύπνο βαθύ και μόνο αργά πλιο, απόσπερνα, ήλθε το Βαγγελάκι κ' εμπήκε στην κάμαρά του, όπου έμεινε πολλή ώρα.
Και άλλα, κοπάδι ολόκληρο, εγονάτιζαν κ' εγλυστρούσαν φίδια κάτω από την καρίνα και για μιας επηδούσαν ολόρθα, να τ' αναποδογυρίσουν πασχίζοντας. Κ' εκείνο έγερνε αποδώ, εδιπλάρωνεν αποκεί, εβούτα με την πρύμη στα τάρταρα, εσηκωνόταν με την πλώρη μεσουρανίς, εδερνόταν κ' εβογγούσε κ' εστέναζε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράγμα μέσα σ' αυτά τα τέρατα. Ήρθε στιγμή που το εσυμπόνεσα.
Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτη — μπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτη — μπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.
Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα, 'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια• «ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη• αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση 530 Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης• αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του, το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα, ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος, με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». 535
Κι' αυτό φθάνει Με τον καιρό θα μ' αγαπήσης. Τι νάκανα λοιπόν; Μα τώρα πούχω χρήματα. Ω! τώρα, είμαι δική σου, Κώστα. Κ ώ σ τ α ς. Είναι αργά τώρα πειά Ελένη. Εγώ δεν ανήκω πειά εις τον εαυτόν μου. Ε λ έ ν η. Για δες τα μάτια μου. Πειά άλλη ξέρει να σε βλέπη έτσι; Πειά να αγαπά όπως εγώ. Κ ώ σ τ α ς. Μόνον εσύ! Ναι! το ξέρω. Μόνο συ είσαι καμωμένη για μένα και γω για σένα.
Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου υποβαλών σάγισμα αντί σέλλας και βαίνων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και παρωδίαν των πολεμικών ίππων.
Όλοι σ’ αυτόν τον κόσμο σφάλλουμε, άλλος πιο πολύ, άλλος πιο λίγο, σήμερα ή αργά ή γρήγορα: τι πάει να πει αυτό; Μήπως ο λιμενάρχης δεν είχε συγχωρήσει; Γιατί δε θα έπρεπε να συγχωρήσουν και οι άλλοι; Α, εάν όλοι συγχωρούσαμε ο ένας τον άλλο! Ειρήνη θα βασίλευε στον κόσμο: όλα θα ήταν καθαρά και ήρεμα, όπως εκείνη τη φεγγαρόφωτη νύχτα. Σηκώθηκε και πήγε να κάνει μια βόλτα στο κτηματάκι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν