Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
— Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...
Το κύμα έσπαζε στα πόδια τους κ' η Παυλίνα, κυττάζοντας το κύμα, έλεγε παραπονετικά μέσα της: — Αλλοίμονο! κανένα κύμα δε μούφερε το μεγάλο διαμάντι....
Εκεί στοχαζόμενος την δυστυχίαν μου, άρχισα να κελαδώ τα πάθη μου με μίαν φωνήν πολλά παθητικήν, κυττάζοντας πάντα τα παράθυρα της αγαπημένης μου. Αυτή ακούοντας ένα λάλημα τοιούτης λογής θλιβερόν και νόστιμον, εβγήκεν εις το παράθυρόν της διά να με ακούση καλά, και εγώ βλέποντάς την ακολουθούσα με περισσοτέραν ισχύν το θλιβερόν μου λάλημα, ωσάν πως να της έδιναν να καταλάβη τον πόνον μου.
Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;
Α, ωραιοτάτη Κυρά, της απεκρίθη, κυττάζοντας την με ένα βλέμμα ερωτικόν· Παύσε, σε παρακαλώ, παύσε να με πειράζης· πολλά καλά ηξεύρεις, ότι δεν ημπορούν να θεωρηθούν χωρίς βλάψιμον οι χάριτες σου· είμαι, σου το ομολογώ, έξω από τον εαυτόν μου· μία σύγχυσις, που εγώ δεν ημπορώ να την καταλάβω, κυριεύει όλα τα πνεύματα, και με κάνει να στέκω με τούτον τον τρόπον μελαγχολικός.
Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!
Ευκίνητη πηγαίνει κι' όμως περίφοβη, κυττάζοντας σε κάθε βήμα μήπως πίσω από τα δέντρα προδότες είναι κρυμμένοι. Μόλις τη βλέπει ο Τριστάνος με τα χέρια ανοιχτά, τρέχει απάνω της. Τότε η νύχτα κι' ο φιλικός ίσκιος του μεγάλου πεύκου τους προστατεύουν. . ..
Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω: — Τι χαμπάρια, πατριώτη; Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε.
Ο Οφφκιάλος εις τέτοιαν ομιλίαν κυττάζοντάς τον με έκστασιν του είπε· Βασιλόπουλον, ηξεύρεις εσύ πως εδώ έρχεσαι να ζητήσης τον θάνατον; εσύ ήθελες κάμει καλύτερα να σταθής εις τον τόπον σου, παρά που αποφάσισες να έλθης να χάσης την ζωήν σου.
Ίσα — ίσα που αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στην αρχή του ξεπεσμού τους. Φαίνεται πως τόχει η φύση μας· άμα αρχίζουν τα μεγάλα λόγια να παύουν τα μεγάλα έργα. — Σωστά· είπε ο Αλαμάνος. — Άλλως τε, επρόσθεσε ο νέος κυττάζοντας τον αδερφό του, εγώ δε θέλω να κατηγορήσω τους προγόνους μας. Μα πιστεύω πως τα λόγια έχουν αξία κατά τους ανθρώπους που τα λένε. Εκείνοι ήταν εκείνοι και είπαν τέτοια λόγια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν