United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ακούμπησε το κεφάλι του εις τα γόνατά της και άπλωσε τα ποδάρια του οπού έφθαναν έως το περιγιάλι· και απεκοιμήθη, και άρχισε να ρογχαλίζη, εις τόσον οπού ηχολογούσεν η ακροθαλασσιά.

Μεταξύ αυτών, εξ όλων των μερών, αφίνουσιν ευθείς δρόμους διά των οποίων διέρχονται οι ξένοι και εκλέγουσιν. Άμα γυνή τις καθίση εκεί, δεν επιστρέφει πλέον εις την οικίαν της πριν ξένος τις ρίψη εις τα γόνατά της νόμισμα και μιγή μετ' αυτής έξω του ναού. Ρίπτων ο ξένος το νόμισμα οφείλει να λέγη· «Επικαλούμαι υπέρ σου την θεάν ΜύλιτταΜύλιττα δε καλούσιν οι Ασσύριοι την Αφροδίτην.

Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.

Ότι προς τον Ωκεανόν ο Ζευς εχθές επήγετους ευσεβείς Αιθίοπας, διά να τον φιλεύσουν· Και τον συνακολούθησαν όλ' οι θεοί αντάμα· Μετά δε 'μέραις δώδεκατον Όλυμπον γυρίζει· Και τότετα χαλκόπατα βασίλεια του Δία Εγώ πηγαίνω έπειτα· και δα τα γόνατά του Θα πιάσω, και στοχάζομαι πώς θα τον καταπείσω.

Ο Πατριάρχης εκρεμάσθη! Το πτώμα του εδόθη παίγνιον και όργιον εις τους Εβραίους ! Και μας εθέρισε την καρδίαν η είδησις και μας έκοψε τα γόνατα !

Κι' οπόταν εκ του υψηλού στραφώ 'στήν κοινωνίαν κι' εμπρός μου τύχη να ιδώ κανένα Παυσανίαν, που πριν οκάδες είκοσι τα μέλη του εζύγιζαν κι' εκ της νηστείας της πολλής τα γόνατά του 'λύγιζαν. Μα σήμερα, που έπεσε 'στό Κεντρικόν σαν γλάρος, μετρά οκάδες εκατό το ειδικόν του βάρος, εις τούτον τον περίεργον σπουδάζω πατριώτην τον νόμον της βαρύτητος, την δύναμιν την πρώτην.

Και διά συριγμού εκάλεσε τον ίππον του. Ο Τσίλιας εις τον συριγμόν του κυρίου του προσήλθεν, αργά αργά, καμαρόνων ως να έφερε καμμίαν νύμφην επάνω του. — Γονάτισε· είπεν ο ζωέμπορος, συνοδεύων τον λόγον του μ' εμφαντικόν νεύμα. Ο Τσίλιας έκλινεν ευθύς προς την γην, πρώτον τα εμπροσθινά γόνατα κ' έπειτα τα οπισθινά.

Τότε ο Κύρος οργισθείς διά την αυθάδειαν του ποταμού, τον ηπείλησεν ότι τόσον ασθενή ήθελε τον καταστήσει, ώστε εις το εξής και αυταί αι γυναίκες να τον διαβαίνωσιν ευκόλως χωρίς να βρέχωσι τα γόνατα.

Λοιπόν τι μένει τώρα; να δοκιμάσης ό,τι δύναται η μετάνοια· α! δύναται το παν! πλην, να μετανοήσης εάν δεν ημπορείς, τι δύναται κ' εκείνη; Ω! συμφορά μου! Ω! στήθος μαύρ' ως είναι ο χάρος! Ιξωμένη ψυχή, 'πού, ενώ πάσχεις να φύγης, χειρότερα κολλάς! Άγγελοι, βοηθάτε! κάμετε δοκιμήν! και σεις, ω γόνατά μου σκληρά, λυγίστε· σιδερόχορδη καρδία, τρυφερή γίνε ωσάν τα νεύρ' απαλού βρέφους!

Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο, κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη. τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας, και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• 265 «άφες μ' εδώ, διόθρεφτε• κει πέρα μη με σύρης, τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης κανέναν των συντρόφων σου• πλην γλήγορα με τούτους ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη».