United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστήλωνε τα πόδια του, αντεστήλωνε το κορμί του, έκλαιε, κ' εφώναζε: «δεν πάω, δεν πάω». Όταν δε ο υπίατρος οδηγήθη στο σπητάκι της Λέκαινας, κ' εδοκίμασε να ιδή και να εξετάση τον κληρούχον, ο Γιάννης έπεσεν εις μίαν γωνίαν, εμαζώχθη, εκουβαριάσθη, εσταύρωσε σφιχτά τα χέρια του, έσφιξε τον αφαλόν του, έκαμψε τους πόδας του με τα γόνατα έως τον αφαλόν, και ηρνήθη να υποστή την εξέτασιν του ιατρού.

Αλλά. τι λέγω; Συ το είπες ήδη, άριστα εκδηλώσας την απόφασίν σου απ' αρχής μέχρι τέλους των λόγων σου. Όταν συ θελήσης, η κόρη μου βεβαίως θα σωθή. θέλεις τώρα να έλθη και αυτή να περιπτυχθή τα γόνατα σου ως ικέτις ; Ανάρμοστον βεβαίως είναι τούτο εις μίαν κόρην αλλ’ εάν το εγκρίνης, θα έλθη αιδήμων μεν αλλά και μετά της ελευθερίας, ήτις αρμόζει εις την ειλικρίνειάν της.

Αντί ικετηρίου κλάδου ελαίας ρίπτω εις τα γόνατά σου το σώμα μου αυτό, το οποίον αυτή εδώ σοι εγέννησε, και σε ικευτεύω, μη με θανατώσης τόσον νέαν. Είναι τόσον γλυκύ το φως της ζωής ! Ω, μη με στείλης να βλέπω τα υπό την γην. Πρώτη εγώ σε απεκάλεσα πατέρα και συ πρώτην εμέ κόρην σου.

Για δείξε μου τι κεντάς αυτού. — Βρίσκουμαι στο τέλος· είπε απλώνοντας το κέντημα στα γόνατά της και παίρνοντας το βελόνι· βιάζομαι να τελειώσω σήμερα. Από δω κι ομπρός ποιος ξέρει τι θ' αρχινήσω. — Μπωμπώ! τι σκούρα κλωστή! έκαμε ο Δημητράκης ανατριχιάζοντας. — Σκούρα ναι· ταιριάζει με την υπόθεση. Και σύγκαιρα το παχουλό χεράκι ερράμφισε το μεταξωτό, σαν άσπρο περιστέρι απάνω στη χλωροσιά.

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.

Όπως την παράστησε η μητέρα μου, με κρατούσε στα γόνατά της καισθανόμουν ότι το σώμα της κάτω από τα φορέματα ήτο μόνο κόκκαλα, σκελετός άσαρκος. Το πρόσωπό της το αποσουρωμένο είχε του θανάτου το χρώμα. Φρίκη με κρατούσε κήθελα να φύγω από κοντά της, αλλά δεν είχα τη δύναμη. Τα χέρια της, πούσαν σα μεμβράνες ξερές και ζαρωμένες, με κρατούσαν σα σιδερένια μάγκανα.

ΜΑΚΔΩΦ Να κυβερνάς; — Ούτε να ζης! — Πατρίς δυστυχισμένη, με τύραννον παράνομοντο αίμα θρονιασμένον, πότε, ω! πότε θα ιδής καλάς ημέρας πάλιν, αφού αυτός, του θρόνου σου το γνήσιον βλαστάρι, τον εαυτόν του μόνος του τον αναθεματίζει και βλασφημεί το γένος του και την καταγωγήν του! — Ο Δώγκαν, ο πατέρας σου, αγίασετον θρόνον, κ' η μάννα που σ' εγέννησε, εις όλην την ζωήν της συχνότερατα γόνατα παράτα πόδια ήτον και καθ' ημέραν κι' ώραν της απέθνησκε ! — Θα φύγω!

Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους. Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών.

Κόψε με πατέρα! εψιθύρισε μετά δέους ο νεανίας, αλλά το Ξενιώ να μου δώσης! Και κύπτει σιωπηλός, κλίνας τα γόνατα ως ο Ισαάκ υπό την μάχαιραν Αβραάμ του Πατριάρχου. Προς το αιφνίδιον θέαμα ο γέρων συνεκλονίσθη όλος.

Ύμνο μεγαλόστομο έψελνε η πλάσις όλη στη ζωή, την αθάνατη και την πανώρια. Κ' εγώ αθέλητα έπεσα στα γόνατα και μ' επήραν τα δάκρυα. Αχ ναι· δεν φαίνεται όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψη να τον χάση!