Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ούτε κ' η Θέτη Δεν ξέχασ' ταις παραγγελιαίς του υιού του εδικού της, Αλλά από της θάλασσας το κύμ' απάν' εβγήκε, Και την αυγήντον Όλυμπον και ουρανόν ανέβη. Τον μακροφώνην εύρηκε Κρoνίδην καθισμένον Μονάχοντην 'ψηλήν κορφήν του πολυλαίμ' Ολύμπου. Λοιπόν σιμά του κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά του Με το ζερβί· με το δεξί τον πήρ' απ' το πηγούνι· Και λάλησ' ικετεύοντας τον βασιλέα Δία·

Αν ήθελεν, από εκεί όπου εκάθητο, κ' ήγγιζον αι κεραίαι των εις τα μαρμάρινα κράσπεδα του εξώστου, αν ήθελε, τας εθώπευε τας δύο σκούνας του, ως θωπεύει κανείς εύμορφον γαλήν παρά τα γόνατά του. Αν ήθελε, τας εφίλει εις το χρυσωμένο κορζέτο, ως φιλεί κανείς εις τα λευκόν μέτωπον πάγκαλον κόρην του.

Εις τα γόνατά σου πέφτω και σε παρακαλώ, λυπήσου με, καθώς, με βλέπεις, εις την δυστυχίαν μου. Αν δεν έχω τους κλάδους των ικετών, όμως καταθέτω τα χέρια μου εις τα γόνατα σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι τρέχει; Μήπως έχω λάθος ή είναι αυτή η κόρη του Μενελάου, η βασίλισσα αυτών των ανακτόρων; ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτή είναι που μοναχοκόρην την εγέννησε η Ελένη η κόρη του Τυνδάρου. Δεν έχεις λάθος.

Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.

Μ' εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν «φονιά των παιδιών μου», άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου έλεγεν Αμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδιά.

Τότε είταν που ξεφώνισε τα γόνατα χτυπώντας, κι' έτσι είπε και βλαστήμησε του Αρτάκου ο γιος ο Άσος «Δία πατέρα, να λοιπόν! κι' εσύ πλασμένος ψέφτης ως στο μεδούλι!

Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν· ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν