Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλησιάζοντες δε εκεί, βλέπομεν ένα σκοτεινόν και φοβερόν σπήλαιον, από το οποίον έβγαιναν με πολύν αλαλαγμόν μεγάλον πλήθος από πετούμενα διαφόρων ειδών, φοβεράς και άσχημης θεωρίας, τα οποία σηκωνόμενα εις τα σύγνεφα, έκαναν να αντιβοά ο αέρας από τα ουρλιάσματά τους τα φοβερά· ημείς επαρουσιασθήκαμεν εις το έμπασμα του φοβερού σπηλαίου· και εκεί βλέπομεν ένα λύχνον, που εφώτιζεν όλον το σπήλαιον, και μέσα εις αυτό βλέπομεν μίαν μικρήν γραίαν, η οποία ήτον η Βέδρα, που εκάθητο επάνω εις μίαν πέτραν, και είχεν απάνω εις τα γόνατά της ένα βιβλίον ανοικτόν, και εδιάβαζεν εμπρός εις ένα φουρνόπουλον, καμωμένον από χρυσάφι, εις το οποίον ήτον ένα αγγείον ασημένιον γεμάτον από γην μαύρην, που έβραζε χωρίς φωτιάν.

Ο Βεργής απόμεινε δακρυσμένος πίσω απ' το φεγγίτη, να την καμαρώση την άμοιρή του γυναικούλα, που με κομένα γόνατα κατέβαινε τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , σφογκίζοντας με της άσπρης της τσεμπέρας την άκρη τα μάτια.

Τώρα φοβούμαι δυνατά, μη σε πλανέσ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου. Ταχύ σιμά σου κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά σου. Θαρρ' ότι συγκατάνευσες πιστά για να τιμήσης Τον Αχιλλέα, κι' Αχαιούς πολλούς να αφανίσης.

Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε: ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας, του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής.

Αλλά, την μακαριότητα του ωραίου αυτού προαισθήματος ταράττει η είδησις, ην προ μικρού τω ανεκοίνωσεν η σύζυγός του, ότι έν των είκοσι γραμματίων, άτινα προς μιας εβδομάδος ηγόρασε, περιήλθεν εις χείρας της υπηρετρίας του. Αν αίφνης ο κερδαίνων λαχνός είνε αυτός; Το συλλογίζεται μόνον και αισθάνεται ότι κόπτονται τα γόνατά του.

Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, 'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135 τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, 'που με ποτήρια σπόνδιζαντον άγρυπνον Ερμεία, ότιεκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140 ως 'π' έφθασετους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.

Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να σουτου ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.

Ας το αφήσουμε όμως» πρόσθεσε, χτυπώντας τις παλάμες του στα γόνατα και σηκώθηκε για να ξανακαθίσει. «Αυτό που ενδιαφέρει τώρα είναι να μάθουμε εάν η Νοέμι δέχεται. Εγώ θα τη ζητήσω όπως πρέπει. Θα της στείλω τον παπα-Πασκάλε ή τον γιατρό ή όποιον δεχτεί να το κάνει. Δεν θέλω όμως να εισπράξω μιαν άρνηση, ε, Θεός φυλάξοι, αυτό όχι, να πάρει η οργή! Καταλαβαίνεις Έφις

Αυτά 'πεν ο Μελάνθιος και ανέβη του μεγάρου την κλίμακα, 'ς τον θάλαμο να φθάση του Οδυσσέα· εκείθ' ασπίδαις δώδεκα πήρε και τόσαις λόγχαις, και τόσα κράνη χάλκινα, μ' αλόχου χήτη ωραία, 145 και ογλήγορ' ήλθε κ' έφερε τα όπλατους μνηστήραις. του Οδυσσέα γόνατα κοπήκαν και καρδία, άμ' είδε ν' αρματόνωνται και τα μακρά κοντάρια να σείουν ότι φοβερός του φανερώθη αγώνας. κ' είπε προς τον Τηλέμαχο με λόγια πτερωμένα· 150 «Τηλέμαχ', ή 'ς τα μέγαρα των γυναικών καμμία κακόν μας κινεί πόλεμον ή τ' είναι ο Μελανθέας».

Ελύθηκα... Και αλήθεια έλεγε. Όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν τα δάχτυλά μου, όπως ήσαν κλεισμένα στο σίδερο της τρόμπας έτσι έμεναν. Ούτε ν' ανοίξουν ούτε να κλείσουν περισσότερο ειμπορούσαν. Τα μπράτσα έμεναν σκληρά και αλύγιστα σαν ατσάλι. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα ήθελα βοήθεια για να σηκωθώ από πίσω.