Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη. — Παιδί μουΜπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.

Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμεαυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαιςτον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμετου γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικάανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.

Έλα, γιαγιά, πες μας τώρα, περπατεί ακόμα το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Μόνο μας κύτταζε με κάτι μάτια παράξενα. Σηκωθήκαμε όλοι και την τριγυρίσαμε. Άλλος της χάιδευε τις πλάτες, άλλος τάσπρα της μαλλιά κι’ άλλος τα γόνατά της. Εγώ την έβλεπα στα μάτια και την παρακαλούσα. — Έλα, γιαγιακούλα, άφησε τώρα τα νάζια σου, πες μας τι έκανε το βασιλόπουλο. Περπατεί ακόμα;

Η Ασημίνα, σφίγγοντας το κεφάλι της με τα δυο της τα χέρια, σαν νάθελε να κρατήση τα συλλογικά της, προχώρησε κατά το κρεββάτι του αντρός της, κάθησε δίπλα του στο σκαμνί κι' ακούμπησε το πρόσωπό της απάνω στα γόνατα του, πιάνοντάς του το χέρι. Εκείνος της το τράβηξε απρόσεχτα. Ύστερα ανασηκώνοντας το κεφάλι και κυττάζοντας τον άντρα της με μια σβυσμένη ματιά, αναστέναξε.

Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κ' ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κατά των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων.

Ανοίξανε τα επουράνια! «Πού να σε γνωρίσωτης κάνω. Η φωνή μου έτρεμε. Κύριε ελέησον! Τέτοιο μασκαραλίκι δεν το είχα ματαπάθει. — «Δεν είμ' εγώ το Μοσχαδώ της Σειραϊνώς, της παπαδιάς;» — «Εσύ είσαιΤης δίνω το χέρι. Τα γόνατά μου λυγίσανε. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Τέτοιο ρεζιλίκι δεν τώχα ματαπάθει. «Αμ' πού να σε γνωρίσω; Σάφησα κοριτσόπουλο, και σε βρίσκω κοπέλλα». Ο κόσμος μου ήρθε γύρω.

Ο Καλάφ επήγε γυρίζοντας εις όλες τες ράχες και βράχους χωρίς να ημπορέση να ξανοίξη καμμίαν στράταν, όθεν μένοντας πολλά θλιμμένος έπεσεν εις τα γόνατα, και μετά θερμών δακρύων επικαλούνταν την βοήθειαν του Ουρανού· έπειτα σηκωνόμενος εξαναγύρισε πάλιν διά να ξαναζητήση καμμίαν οδόν.

Τους τοίχους του πύργου να τρυπήση, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήση δίχως μήτε σκλάβος να τονε δη, στης Μελέκης τα γόνατα να πέση και να ζητήση βοήθεια και σωτεριά, — είταν όνειρα γλυκά κ' ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης. Είχε ως τόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γείνη, να πετάξη και να φέρη ταγόρι στον Όλυμπο!

Οι πλησιέστεροι προς αυτόν κατεφίλουν τα γόνατά του, ως εάν εζήτουν καταφύγιον υπό τας προστατευτικάς πτέρυγας.

Και πεσών εις τα γόνατα: — Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας. — Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν. — Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε. — Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την οικίαν όπου μένει η Λίγεια. — Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν