United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε λαβών ολίγον θάρρος, άρχισα την περιοδείαν μου από τους χορούς, χαιρετίζων έκαστον, 'ς το στασίδι του, με το βιβλίον ανοικτόν, μ' εν κηρίον αναμμένον. — Η προαίρεσις δίδου! Τα παιδιά με εκύτταζον με θαυμασμόν. Μερικά δε με ηκολούθουν, ως σωματοφύλακες. Όλοι μου έρριπταν ασημένια. Οι δύο εξόριστοι αξιωματικοί ο καθένας μου έρριψεν από μίαν ρεγγίναν, γελαστοί και χαρούμενοι.

Ο ποταμός είχεν αναβή εις ύψος πολύ μέγα, πλειότερον των δεκαοκτώ πήχεων, και κατέκλυσε τους αγρούς, ότε σφοδρός άνεμος ηγέρθη και ο ποταμός ήρχισε να κυματίζη. Τότε ο βασιλεύς παραφερθείς υπό ανοήτου θυμού, ήρπασεν ακόντιον και το έρριψεν εις τας δίνας του ποταμού. Αλλ' αίφνης οι οφθαλμοί του εσκοτίσθησαν και εγένετο μετ' ολίγον τυφλός.

Εφόνευσεν ιδιοχείρως γιγάντειον Πέρσην και τον έρριψεν εις τον ποταμόν. Εκ της υπερανθρώπου ανδρείας, ως χαρακτηρίζουν αυτήν οι χρονογράφοι, την οποίαν έδειξε τότε ο αυτοκράτωρ, εθαμβώθη ο Σάρβαρος και έλεγε προς τον πλησίον του Έλληνα λιποτάκτην Κοσμάν: «Βλέπεις τον Καίσαρα, Κοσμά, μετά πόσης τόλμης μάχεται, και προς τοσούτον πλήθος μόνος αγωνίζεται και ως άκμων αποπτύει τας βολάς

Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια και εις αυτούς και ευθύς έπαυσαν, και εταπεινώθησαν.

Τότε το Τελώνιον έκαμεν όρκον εις τον μέγαν Προφήτην να φυλάξη τα όσα έταξε του ψαρά· και αυτός ευθύς άνοιξε το αγγείον, και εβγήκε καπνός ως και πρώτον, και έλαβε το Τελώνιον την μορφήν και το είδος του ως πρότερον και ύστερα εκτύπησε το αγγείον με το ποδάρι του, και το έρριψεν εις την θάλασσαν.

Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχε καταληφθή υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ' αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ' ευχάς κ' ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς, όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα.

Κάποιος του έδωκε και αφού το έρριψεν εις το πυρ εστράφη προς μεσημβρίανκαι τούτο δε το κίνημά του ήτο σχετικόν προς την κωμωδίανκαι είπε• «Πνεύματα μητρικά και πατρικά, δεχθήτε με εις τους κόλπους σας με αγάπην». Έπειτα επήδησεν εις την πυράν και δεν εφάνη πλέον, διότι αι φλόγες ήσαν μεγάλαι και αμέσως τον περιεκάλυψαν.

Ότε δε ήνοιξαν το παραπέτασμα του παραθύρου, βλέμμα μελαγχολικόν έρριψεν ο γέρων εις τα άνθη και εις τα δένδρα του κήπου του. Και τα μεν άνθη μαραμμένα παρουσιάσθησαν εις τους οφθαλμούς του· κατάχλωμα δε τα φθινοπωρινά φύλλα το έν μετά το άλλο έπιπτον κατά γης. Ούτως, είπε τότε ο γέρων, πίπτουν και οι άνθρωποι από το δένδρον της ζωής, σήμερον ο είς και αύριον ο άλλος.

Ο μικρός Γιαννάκης, κατελθών και αυτός, άπειρος προς τον κίνδυνον, ήνοιξε μικρόν κιβωτίδιον, έλαβε και έρριψεν εις τον ευρύν κόλπον του οπώρας τινάς φυλαγμένας εκεί, και ανήλθε δάκνων οπώραν και οποψελλίζων ως πτηνόν: από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινό . . γιάλα-γιάλα . . .

Και ευτυχώς δεν προσεβλήθης από τα βέλη των Πάρθων, κατά τον πόλεμον αυτόν. — Ναι· απήντησεν ο Βινίκιος, τα βέλη των Πάρθων δεν με επέτυχαν· επληγώθην όμως από εκείνα, που μου έρριψεν ο έρως όλως απροόπτως, εις μικράν απόστασιν από των πυλών της πόλεως. — Μα τας λευκωλένους Χάριτας, θα μου διηγηθής την υπόθεσιν αυτήν! είπεν ο Πετρώνιος. — Ηρχόμην ακριβώς διά να σε συμβουλευθώ.