United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σώπα, γειτόνισσα! Μου το είπες κι' άλλη φορά. Σώπα. Εγώ σου είπα πολλές φορές, τα μάγια δεν τα πιστεύω. Τα μάγια είνε ψευτιές για να ψευτοπερνούν μερικοίτον ψεύτικο κόσμο. Είπεν η Γερακούλα κ' έρριψεν αίφνης το πλήρες ελπίδων βλέμμα της εις τας τέσσαρας θυγατέρας της. Είχον σταθή εις την κορυφήν του τελευταίου λόφου να ίδουν την ανατολήν του ηλίου.

Ο μετά την αγγελίαν ταύτην μονόλογός της μαρτυρεί εις πόσην ανεξήγητον έξαψιν και ταραχήν έρριψεν αυτήν διά μιας η ανάγνωσις επιστολής, ευάρεστα μόνον αγγέλματα περικλειούσης.

Μετ' ολίγα λεπτά η κεφαλή μετεκομίσθη υπό μιας γραίας, την οποίαν ο Τετράρχης είχε διακρίνει την πρωίαν επί του αναχώματος μιας οικίας, και την οποίαν προ ολίγου είχε συναντήση εις τα δωμάτια της Ηρωδιάδος. Οπισθοχώρησε διά να μην την ίδη. Ο Ετέλλιος έρριψεν επ' αυτής βλέμμα αδιάφορον.

Πέντε φορές η μασσαλιωτική βαθεία λεκάνη είχε γεμίσει από τα φουρνιάτικα, και πέντε φορές η Μιλάχρω έρριψεν εις τον φούρνον και από ένα μεγάλο ψωμί ιδικόν της και από μίαν φαρφούναν· διά τον άνδρα της τον «δουλευτήν» επιλέγουσα: — Χαλάλι σου, άνδρα μου!

«Παιδιόθεν· και πολλάκις έρριψεν αυτόν εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ· αλλ' ε ι τ ι δ ύ ν α σ α ι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς». «Ει δύνασαι; είπεν ο Ιησούς· πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».

Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω. Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν την πλάνην του. Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον Χίλωνα: — Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον ακόμη.

Και όταν ευρέθη εις τον κόσμον μητέρα ενός παιδιού, εργάζεται διά να το κάμη μάλιστα ένδοξον άνδρα. Γυναίκες αυτού του είδους υπάρχουν εις τον κόσμον, αφ' ότου ο Δημιουργός εσοφίσθη να διαιρέση το ανθρώπινον γένος εις άρρενα και θήλεα. Αι γυναίκες, τας οποίας έρριψεν η τύχη εις το πλάι ανδρός αναξίου, ή υποφέρουν μαρτυρικώς την ζωήν των, ηφεύγουν.

Αίφνης όμως ησθάνθη εις τας χείρας της την μαγευμένην άτρακτον, παλαιόν δώρον της μητρός της, την οποίαν εν τη σπουδή της είχε λάβει μαζί· και οι οφθαλμοί της ανέλαμψαν θριαμβευτικώς· τυχηρό κι' αυτό· θαρρείς και ήτο φώτισις Θεού!. . . — Ξακληριές και μαυρίλες! εψιθύρισε μετά θυμού. Και σταθείσα περιέστρεψεν εις χείρας την άτρακτον και την έρριψεν είτα μεθ' όλης της δυνάμεως της.