United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχωνται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιοςτα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήσητο χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε.

Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις.

Θα διαπεράσης θάλασσαις, ψηλά βουνά και κάμπους, Θα διαπεράσης σύγνεφα και θε να πας πουλί μου, 'Στά στοιχειωμένα τα βουνά που πάντα ανοιγοκλειούνε Κι' οπού τ' αθάνατο νερό περνάει ανάμεσά τους. Πέτα γοργό μέσ' 'ςτ' άνοιγμα, πάρε νερό και φεύγα. Πετάει εκείνο και γοργό με το νερό γυρνάνει, Και το σταλάζει ανάλαφρα 'ςτ' αραδιαστά κομμάτια. Κ' εκεί που πέφτει το νερό, κολλούν και ζωντανεύουν.

Σύγνεφα μεγάλα, σταχτιά σαν βουνά αθάλης με χοντρά ισκιόφωτα, με λαγκαδιές πυκνοντυμένες, μ' εξογκώματα εδώ που άστραφτε το αφράτο μάρμαρο, με κορυφές εκεί ψιλοπελεκημένες που έλαμπε το χρυσοβαμμένο κρύσταλλο, εδώ με ποτάμια πλατιά και κόκκινα, εκεί με καταρράχτες ψηλούς, ασημόχυτους, έφραζαν από άκρη σε άκρη της δύσις τα ουρανοθέμελα.

Σαν αποφόρτωσαν και ξεκινήσαμε γνοιάστηκε ο Πολιάνος τα σύγνεφα κ' είπε: — Βροχή θα μας πάρη. — Σύγνεφο είνε και θα διαβή, απολογήθηκε ο Αρβανίτης. — Γκέσ' γκέσ'! ρούσ' ρούσ'! Φώναξε ο Γκιτρίμης 'στές δυο μούλες, τη γκέσα και τη ρούσα, πούχαμ' εγώ κι ο ξάδερφός μου κι οπού τραβούσαν μπροστά.

Από τις αθάνατες κορφές του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά, καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών όλο το καλοκαίρι.

Αμέτρητα ο Κιουταχής σέρνει μαζύ του ασκέρια, Και κατηβαίνει απ' τα βουνά του Πίνδουτην Ελλάδα 'Σάν μαύρα σύγνεφα βαρηά, που σβύνουνε τ' αστέρια Και κάθε αχτίδα φεγγαριού και κάθε αντηλιάδα, 'Σάν σύγνεφο που ανοίγει Τους τρίσβαθους τους κόρφους του κι' ό,τι κι' αν εύρη πνίγει, Και του Μεχμέτ Αλή πασά ο νιος απ' το Μωρηά, Ο Ιβραήμ ο Αραπάς, πηδάειτη Στερηά, 'Σάν κύμα της πατρίδας του, της Μπαρμπαριάς το κύμα.

Κάθεται η νηά κι' ακαρτερεί 'ςτ' ακρογιαλιού τα βράχια. Τα μακρυά της τα μαλλιά τα κυματίζει ο αγέρας, Και σπούνε μέσ' 'ςτά πόδια της τα κύματα με βόγγο. Ώραις τηράει το πέλαγο, ώραις τηράει μπροστά της, Νέφια και κύματα μαζί συχνορωτάει με πόνο, Αν είδαν κάπου νάρχεται τ' αγαπημένου η βάρκα. Τα σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγούνε, Κι' αναστενάζουνε βαρειά βαρειά της νηάς τα στήθηα.

Τι μου το λέει αλάθεφτα εμένα αφτό η ψυχή μου· θα φέξει η μέρα μια φορά που θα χαθεί κι' η Τροία κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος κι' ο ξακουστός λαός του, 165 κι' αφτούς του Κρόνου ατός του ο γιος, θυμό γιομάτος μ' όλους, τη σκοτεινή απ' τα σύγνεφα θαν τους τραντάει φουρτούνα, αφτού του δόλου παιδεφτής.