United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την εξηρεθισμένην αυτής διάνοιαν δύο σκέψεις ερριζοβόλουν αντίθετοι, χωρίς η μία τούτων να δύναται να υπερισχύση της άλλης. Ενώ ταυτοχρόνως η καρδία της έπαλλεν αδιάκοπα, παρακινούσα αυτήν εις τολμήματα και η ανυπομονησία εμεγαλύνετο εντός αυτής ακράτητος. Μέχρις ου η λυγερή, μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, επήδησεν ορθία, περιφέρουσα βλέμμα ερευνητικόν άνω των ακανθών, περί την σκιάδα.

Και έπειτα απεκοιμήθη. Γύρω γύρω ήτο θεοσκότεινα, και αι όρνιθες εκοιμώντο, η μία κοντά εις την άλλην· αλλ' η γειτόνισσα της αστείας όρνιθος δεν εκοιμάτο. Ήκουσε και δεν ήκουσε, δεν ημπόρεσεν όμως να κρατηθή, και είπεν εις την πλαγινήν της: — Ήκουσες κάτι; Δεν σε λέγω το όνομά της, αλλά μία από ημάς είπεν ότι μαδεί τα πτερά της διά να ευμορφαίνη. Αν ήμουν πετεινός, δεν θα εγύριζα να την ιδώ.

Αγκάλιασε λοιπόν το άγαλμα και θέλησε να το σηκώση. Κ' εκείνο όμως ήταν βαρύ, πολύ βαρύ για τα χέρια του. Μα η επιμονή και τι δεν κάνει; Έδωκεπήρε, κατώρθωσε να το σηκώση στην αγκαλιά του. Μόλις όμως θέλησε να κάμη δυο βήματα άρχισε να τρικλίζη κι άπλωσε το χέρι στον τοίχο να κρατηθή. Μα δεν άδραξε παρά μιαν άκρη από το κέντημα.

Η τέχνη αυτή δίνει και στο δραματικό στοιχείο μιαν ευμορφιά πνευματικώτερη. Στα δάχτυλα μετρούνται τα διηγήματα του Βιζυηνού· μα και γι' αυτό το καθένα μπορεί να κρατηθή στη μνήμη του καλαισθητικά αναθρεμμένου αναγνώστη μέσα σε μια κορνίζα ξεχωριστή. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα, και με κάθαρσιν μάλιστα.

Δηλαδή ούτε αρχήν κάμνων ούτε αποκρούων επίθεσιν γενικώς ας μη τολμά να σωφρονίση τον τοιούτον με κτυπήματα. Εάν δε κανείς ξένος έχη την τόλμην και το θράσος να τον κτυπήση και νομίζη ότι πρέπει να τιμωρηθή, ας τον συλλάβη και ας τον οδηγήση προς την αρχήν των αστυνόμων, αλλά ας κρατηθή από το να κτυπήση αυτόν, διά να είναι πολύ μακράν από το να τολμήση να κτυπήση τον εντόπιον.

Τι έχεις; είπεν ο κυβερνήτης· κάμε ήσυχα, μη φοβάσαι. Και ήρχισε ν' ανασπά την άγκυραν. Αλλ' ο επιβάτης δεν ήτο καλά! Είχε κύψει εις το κύτος, κ' εζήτει να κρατηθή από τας εξοχάς των στραβοξύλων, από τα εσωτερικά φατνώματα. Η λέμβος εκινήθη. — Έχε έννοια, είπεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, τώρα θα λύσω το πανί. Το σκάφος εσάλευσεν ολίγον τι. Ο επιβάτης εκυρτώθη, έγεινε κουβάρι.

Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.

Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, μήτε ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία Παρδαλού. Τα είδες τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην πάμε . . . — Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε η γυναίκα του . . .

Να μαφήσης θες; είπεν ο Μανώλης υποκρινόμενος θυμόν και δυσφορίαν διά να μη γελάση. — Όι, να το πης χωρίς να γελάσης! επανέλαβεν ο Σαϊτονικολής. Τότε πλέον ο Μανώλης δεν ηδυνήθη να κρατηθή, αλλ' αμέσως πάλιν έτρεψε τον γέλωτά του εις αγανάκτησιν. — Αγαπητική που δε μαφίνουνε να τήνε δώ, είντα τήνε θέλω;

Ο ξένος απήντησεν εις την τελευταίαν παρατήρησιν του Γύφτου. — Φτειάσε μου, όσα θέλεις, και βάλε τα δυνατά σου. — Όσα θέλω; — Βέβαια. — Μη τα έχης χαμένα; είπεν ο Γύφτος μη δυνηθείς να κρατηθή. — Διατί; είπεν ο ξένος, χωρίς να φανή δυσαρεστηθείς. — Οι μουστερήδες που κάμνουν παραγγελιαίς, ξεύρω 'γώ, εμυρμύρισεν ο Γύφτος, λέγουν σωστά πράγματα, πόσα τους χρειάζονται.