Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουλίου 2025


Με πολλήν ευχαρίστησι παρουσιάζω στους αναγνώστες το πειο πρόσφατο από τα ποιήματα που εγέννησεν ο θαυμάσιος θρύλος του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Αν και γραμμένο σε ωραία και απλή πρόζα, είναι, αλήθεια, ένα ποίημα. Ο κ.

Άκουσε ξαφνικά στα κλαδιά και στα ξερά φύλλα να πλησιάζουν τα βήματα του Τριστάνου. Ήρθε να τον απαντήση, όπως πάντα, και να τον αλαφρώση από τάρματα. Του πήρε από τα χέρια το τόξο το «αλάθευτο» και τα βέλη, και του ξέζωσε το σπαθί. «Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, είναι το ξίφος του Βασιληά Μάρκου. Ήρθε να μας σφάξη. Κι' όμως δεν τώκαμε». Η Ιζόλδη πήρε το σπαθί, και φίλησε τη χρυσή λαβή του.

Έκοψε τα σκοινιά των χεριών της, και αφήνοντας την πεδιάδα, μπήκαν στο δάσος του Μορουά. Εκεί, στα μεγάλα δάση, ο Τριστάνος αισθάνεται ασφάλεια σα να βρίσκεται πίσω από τείχη φρουρίου. Με τη δύσι του ηλίου, σταμάτησαν στους πρόποδες κάποιου βουνού. Ο φόβος είχε κουράσει τη Βασίλισσα. Ανάπαυσε το κεφάλι της στο σώμα του Τριστάνου και απεκοιμήθη.

Ο ψαρράς κύτταξε τα ρούχα του Τριστάνου, και βρίσκοντας τα καλλίτερα από τα δικά του, τα πήρε αμέσως και γρήγορα-γρήγορα έφυγε, χαίροντας για την αλλαγή. Τότε ο Τριστάνος κούρεψε σύρριζα τα ωραία ξανθά μαλλιά του, σχεδιάζοντας απάνω στο κεφάλι ένα σταυρό.

Αναστέναξε η Ιζόλδη, ακούγοντας τόνομα του Τριστάνου, άλλαξε το χρώμα της, και θυμωμένη του είπε: «Φύγε από δω. Ποιος σ' έμπασ' εδώ μέσα! Φύγε, βρωμοπαλαβέ!».

Ο τύπος αυτός είχε σχηματισθή ασφαλώς από πολύ παλαιά στον Κελτικό κόσμο: ήταν απαραίτητο να συμπληρωθή με τον έρωτα. Δεν πρόκειται να επαναλάβω εδώ ποιος είναι στον θρύλο του Τριστάνου και της Ιζόλδης ο χαρακτήρας του πάθους που τους ενώνει, και τι είναι εκείνο που κάνει αυτόν τον θρύλο, στης διάφορες μορφές του, ένα ασύγκριτο έπος της αγάπης.

— Α! όλα όσα ξέρω με βασανίζουν, κι' όλα όσα βλέπω. Κι' ο ουρανός αυτός με βασανίζει, κι' η θάλασσα και το σώμα μου κι' η ζωή μου. Έβαλε το χέρι της στον ώμο του Τριστάνου. Δάκρυα έσβυσαν της αστραπές των ματιών της. Τα χείλη της έτρεμαν. Εκείνος ξανάπε: — Φίλη, τι είναι λοιπόν αυτό που σας βασανίζει; — Η αγάπη για σένα! απάντησε. Τότε ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της.

Στο μυχό του δάσους, τον περιτριγυρισμένο με κλαδιά, που τους εχρησίμευε για άσυλο, η Ιζόλδη η ξανθή περίμενε την επάνοδο του Τριστάνου. Μια ακτίνα του φεγγαριού φώτισε το χρυσό δαχτυλίδι, που είχε αφήσει στο δάχτυλό της ο Βασιληάς Μάρκος. Σκέφτηκε: «Αυτός που έτσι ευγενικά μου έδωκε τούτο το χρυσό δαχτυλίδι, δεν είναι ο ίδιος θυμωμένος άνθρωπος που με παρέδωκε στους λεπρούς.

Θα φέρουν την είδησι στο Βασιληά: θα ιδούν την τρυφερότητα να γίνεται μανία, τον Τριστάνο διωγμένο ή σκοτωμένο, και της Βασίλισσας τα μαρτύρια. Εφοβούντο μολαταύτα το θυμό του Τριστάνου. Αλλά στο τέλος το μίσος ενίκησε τον τρόμο: μια μέρα οι τέσσερες βαρώνοι εζήτησαν ακρόασι από το Βασιληά Μάρκο. Και ο Αντρέ του είπε: — Ωραίε Βασιληά, δίχως άλλο η καρδιά σου θα οργισθή.

Ό νάνος κοιμώτανε, όπως πάντα, στο δωμάτιο του Βασιληά. Όταν πίστεψε ότι όλοι κοιμώντανε, σηκώθη και ανάμεσα στο κρεββάτι του Τριστάνου και της Βασίλισσας έχυσε την ψιλή φαρίνα. Αν ο ένας από τους αγαπητικούς πήγαινε να σμίξη τον άλλο, η φαρίνα θα έδειχνε το ίχνος των βημάτων. Αλλά καθώς τη σκορπούσε, ο Τριστάνος, που έμεινε ξύπνιος τον είδε.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν