United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα, τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθη την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήση τους όσους του αντιστέκουνται. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι.

Καθόταν εκεί με τις ώρες ακίνητη στη σκιά ενός σκλήθρου, με τα πόδια γυμνά μέσα στο διαφανές, πρασινωπό νερό που χρύσιζε και ενώ με το ένα χέρι κρατούσε σταθερά πάνω στην άμμο μια μποτίλια, με το άλλο χάιδευε το κολιέ της.

Η άνοιξη έφτασε αργά αυτόν το χρόνο, η άνοιξη, που την πρόσμενα σα λυτρωτή, φαινότανε σα μην ήθελε ναρθή διόλου. Τραχειά και κρύα έμενε η γις, γυμνά γέρνανε τα κλαδιά των δέντρων μπρος στα παράθυρά μας από τον παγερό άνεμο. Ο Απρίλης έβγαινε κ' οι σωροί το χιόνι στενόντανε σαν πύργοι ακόμα κι αν κάπου έλαμπε ο ήλιος, ο βοριάς πάγωνε τον αέρα με τα ρεύματα που έφερνε από το βοθνικό κόλπο.

Αυτό το έλεγε πείραγμα του μπαμπά και λίγα πράματα ήξερε που να τον διασκεδάζαν τόσο. Μου φαίνεται πως τους βλέπω ακόμα εμπρός μου και τους δυο να περπατούν απάνω κάτω στο μακρύ δρόμο με τα γυμνά δένδρα το χειμώνα, όταν ο Σβεν φορούσε τη μικρή του γούνα, που είταν καμωμένη από μια παλιά της μαμάς και την καμάρωνε τόσο.

Δεν ένοιωθε συγκίνηση, αλλά εκείνο το γλυκό, απροσδιόριστο παράπονο, που φαινόταν ν’ ανεβαίνει από την ηρεμία του πρασινωπού νερού, τον τραβούσε σαν δέλεαρ. Μπήκε, σήκωσε το βλέμμα και αμέσως κατάλαβε ότι το κτηματάκι ήταν κακοκαλλιεργημένο. Έμοιαζε με τόπο που δεν έχει νοικοκύρη: τα δέντρα ήταν κιόλας γυμνά από καρπούς κι εδώ κι εκεί κρεμόταν κανένα σπασμένο κλαδί.

Την δε συμμετρίαν και ασυμμετρίαν της ηλικίας των διά τον γάμον ας την κρίνη ο δικαστής παρατηρών γυμνά τα άρρενα, και μέχρι ομφαλού γυμνά τα θήλεα.

Μπαίνοντας στον περίβολο είδε ξανά τη συνηθισμένη σκηνή: οι κυράδες του κάθονταν στο παγκάκι με τα χέρια σταυρωμένα, η Καλίνα έγνεθε, με τα πόδια γυμνά μέσα στα πέδιλα∙ μέσα στις καλύβες οι γυναίκες καθισμένες καταγής έπιναν τον καφέ, κουνούσαν τα μωρά και πάνω στο μπαλκόνι, με φόντο τον ουρανό που χρύσιζε, η μαύρη φιγούρα του παπα Πασκάλε χαιρετούσε με το τιρκουάζ μαντήλι του. «Διασκεδάζετε;», ρώτησε ο Έφις ακουμπώντας το δισάκι κοντά στα πόδια των κυράδων του. «Κι εκείνος;» «Συνέχεια χορεύουμε», είπε η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ σηκώθηκε για να τακτοποιήσει τα πράγματα.

Εδώ όλα είναι ξηρά, εξηκολούθησεν έπειτα, διότι όλα είναι γυμνά, γηραιά, εξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διά τούτο άλλο πράγμα η Καλκούττα! Άλλο πράγμα η Καλκούττα! — Αληθώς! είπον εγώ, πρέπει να είναι άλλο πράγμα. Πολύ θα επεθύμουν να την γνωρίσω. — Το μόνον εύκολον! ανέκραξεν ο κ. Π. πρώτην φοράν στρέψας τους οφθαλμούς προς εμέ. — Το μόνον εύκολον! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε!

Δύο τοιούτοι σκελετοί εφαίνοντο σήμερον κείμενοι επί την πλεράν, αντικρύ του ναυπηγείου, με τας σκωληκοβρώτους και μαυρισμένας σανίδας των, με τα σκουριασμένα καρφία των, και τα διέχοντα στραβόξυλα, γυμνά μαδερίων, δι' ων διέρρεεν ελευθέρως η θάλασσα, εφαίνοντο θλιβερώς μειδιώντα, με οδόντας άνευ χειλέων, ως να ώκτειρον βλέποντα εκ του σύνεγγυς την τόσην μανιώδη μέριμναν και μεταλλευτικότητα των ανθρώπων.

Φιγούρες καθισμένες ανακούρκουδα, ωχρόφαιες και μαβιές, μερικές με φοβερά μάτια λευκά, άλλες με κόκκινες πληγές και μελανά αποστήματα, με γυμνά τα στήθη σαν γδαρμένα, με τα μπράτσα και τα ψαχουλευτά δάχτυλα μαυρισμένα σαν καμένα κλαδιά, διαγράφονταν μεταξύ των θάμνων με φόντο τη γαλάζια και λευκή γραμμή του ορίζοντα.