Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Και μετά ολίγην ώραν ενώ εγώ ήμουν εις την οικίαν του, μου λέγει ο ράπτης, ότι έξω ένας γέροντας βαστά το τσεκούρι και τα παπούτσια σου, που έχασες, ως του είπον οι άλλοι ξυλάδες και θέλει να σου τα εγχειρίση ο ίδιος. Εις ταύτα τα λόγια εγώ άρχισα να τρέμω.

Είμαι άλλος άνθρωπος, νέος άνθρωπος, Λες και ξαναβαπτίσθηκα. Εγώ που χρόνια τώρα δεν ηρώτησα για τους γονείς, για την γυναίκα μου, για την πατρίδα μου, αμέσως εζήτησα το πρωί να μάθω. Πώς μ' εξέχασες τόσα χρόνια, βρε καπετάν-Καλόγερε; του είπα. Δεν ξεύρεις πως είμεθα πατριώταις, πες μου, πες μου για τον πατέρα μου . . . πες μου για την γυναίκα μου! Και άρχισα να κλαίω».

Έως τότε ο νους μου δεν πήγαινε πολύ μακρότερα των λέξεων, όταν έλεγα πως δε φοβόμουν να κολλήσω το νόσημα του Βαγγελιού και να πεθάνω τον ίδιο θάνατο. Αλλά τώρα έβλεπα τη φοβερή πραγματικότητα καισθάνθηκα να περνά από πάνω μου ως κρυερό φύσημα θανάτου. Τόσον δε ζωηρή ήτον η εντύπωση, ώστε άρχισα να βήχω, πράμμα πούδωκε μεγάλη ανησυχία στη μητέρα μου: — Γιάειντα βήχεις, παιδί μου; με ρώτησε.

Τάφαγεν η νοτιά τόσες 'μέρες. — Τράβα κ' έφτασα· είπε πρόθυμος. Στη δουλειά δεν έλεγεν όχι ποτέ του. Ετράβηξα εμπρός, εσκάλωσα στο πινό και άρχισα να λύνω τα σχοινιά. Μα δεν επρόφτασα να πάω στο τρίτο και άκουσα φωνές πίσω μου. Ο Ανέστης παίρνοντας αφορμή από το μπλέξιμο των συντρόφων του εθυμήθηκε να ειπή για τους σαράντα Κεφαλλωνίτες.

Ποιος ξέρει πού θα με βγάλη αυτός ο δρόμος! είπα μέσα μου. Έκαμα ωστόσο ακόμα λίγα βήματα, ως που έχασα πίσω μου τη μεγάλη στράτα κ' η βοή του κόσμου άρχισε να σβύνεται σταυτιά μου. Μπροστά και πίσω μου έβλεπα μια λουρίδα άσπρη, μονότονη, χωρίς τέλος. Άρχισα να βαρυέμαι και να μου πιάνεται η αναπνοή μου, όχι τόσο απ' τον κόπο, όσο απ' τη στενοχώρια.

Και τότε, τότε άρχισα βαρειά να βλασφημώ, τότε εκύτταξα καλά πώς είχα καταντήσει, και παρ' ολίγο θάπεφτα εκεί 'στον ποταμό, αν σκέψις μια δεν 'πρόφθανε να με αναχαιτίση.

Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω, και το εσυντρόφευσα με έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να θαυμάσουν διά την μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα μου έδωσαν ένα νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα έλαβα την καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα οποία εξανάλαβα εκ νέου επαίνους.

Μίαν ημέραν μετά ταύτα βλέπω μακρόθεν να αρμενίζη ένα καράβι· τότε άρχισα να φωνάζω, και να εξαπλώνω ένα λευκόν μανδύλι εις τον αέρα, κάμνοντας σημείον πως είχα ανάγκην βοηθείας.

Εγώ από κακήν μου τύχην όντας μακράν, δεν το εκατάλαβα παρά εις το τέλος όταν η χελώνη εβυθίσθη, και βοήθειαν από κανένα δεν ήτο δυνατόν να λάβω, αλλ' άρχισα να κολυμβώ εις την θάλασσαν, επάνω σ' ένα ξύλον που κατά τύχην εύρον, το οποίον από κανένα καράβι θα είχε πέσει.

Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε στάκτη. Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν