Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


« Ήλθε η ενάτη τ' Απριλιού, » Σάββατο το Μεγάλο, » Ξημέρωσε και 'νύχτωσε, » — Νύχτωσε κ' η ζωή μου. — » Πήγα τον Όρθροτο ναό, » Κάμνω την προσευχή μου, » «Χριστός Ανέστη» άρχισα « Με τους πιστούς να ψάλλω.» « Χριστός ανέστη! έψαλλα, » Και πάντα με το νου μου. » Αναστηθήτω η Ελλάς! » Ευχόμουν.

Και το βέβαιο είναι πως το καλοκαίρι αυτό άρχισα ασυναίσθητα να βλέπω το Σβεν με τα ίδια μάτια, που τον έβλεπε η μητέρα του και πως τότε παρατήρησα περσότερο από άλλοτε πόσο είτανε διαφορετικός από τάλλα παιδιά, που είχα δει, αν και δεν του εύρισκε κανείς άλλο τίποτε παρά εκείνο που λέγεται παιδιάστικο.

Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις την ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον.

Τότε άρχισα να στοχάζωμαι διά να γυρίσω εις την πατρίδα μου, και μετ' ολίγον έβαλον τον στοχασμόν εις έργον.

Τάρριξε ο Ηγούμενος μια ματιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρβαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κ' ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί. — Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου. Και κάθισα, κι' άρχισα να διαβάζω. Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανάδεσα τα χαρτιά στο πανί.

Ο αφέντης θέλει δουλειά από τον δουλευτή γιατί φοβάται μήπως οκνέψη με την ακαμοσιά. Φαντάσου όμως αν ήταν καλοσύνη τι δρόμο θα επαίρναμε τόρα και πώς θα ετρόμαζεν άξαφνα την ονειροπλανεμένη σου συνείδησι η αυστηρή φωνή της καμπάνας για την αλλαγή. Τόρα τουλάχιστον έχω ελεύθερο τον νου να τον προσηλώσω στο σπίτι μου. Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν το άπραγο παιδί.

Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν, είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι. «Το χειρ' χειρ' χειρότεροΤα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως πηγαίν' η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε! Και τι δεν είδαμε! Μα τώρα που τελείωσαν, άρχισα πάλι να στενοχωρούμαι.

Άμα τον ξεφορτωθούνε αυτόν αμέσως θα καλοπεράσουν. Μέσο για να φτάσουμε στο ξεσήκωμα των δούλων ― η αλληλοβοήθεια. Και άρχισα να διοργανώνω τους ανθρώπους με κοινή ενέργεια. Είχα και ένα παράδειγμα ζωντανό μπροστά μου. Και μάλιστα τους τα ξεμοίρασαν από πριν στους χωριανούς, και τους έδειξαν του καθενός το κομμάτι που θα πάρει.

Αν η τελεία παρομοίωσις, που ήτον ανάμεσα εις αυτήν την νέαν και εμένα, με είχε σκοτίσει, το ονειδιστικόν της ομίλημα με εσύγχισε πολύ περισσότερον, και αντίς να της αποκριθώ με παρόμοιαν δύναμιν, άρχισα να κλαίω, και με μεγάλο παράπονον λέγω προς τον βασιλέα.

Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν, άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν