Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον λαόν, που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της συγχίσεως επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την χώραν, και κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν.

Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση, κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Ο στρατιώτης δεν απεκρίθη γρυ, αλλ' έσφιγγε το όπλον του και εσιωπούσε. Το πλοιάριον εξηκολούθει να τρέχη εμπρός. Ο δε ποντικός έτρεχε κατόπιν και εφώναζε: — Πιάσετέ τον, πιάσετέ τον, δεν έχει διαβατήριον! Πιάσετέ τον!

Πώς, είπα, και δια ποίον λόγον; Εκείνος επεχείρησε να μου δώση εξηγήσεις, αλλ' ο Κυνικός εφώναζε τόσον δυνατά, ώστε ήτο αδύνατον ν' ακουσθή άλλος.

Ο γέρω Μαρούπας, ζωηρός επήγαινε από την μίαν άκρη της συντροφιάς στην άλλη κ' έκανε ταραχή για δέκα· εμιλούσ' εγελούσ' εφώναζε, θαρρείς το έκαν' επίτηδες· και η συντροφιά όμως δεν επήγαινε παρακάτω και ήταν ένα πανδαιμόνιο από φωνές, γέλοια, τραγούδια και σφυριματιές.

Προς τούτο συνέδεσεν αρτηρίας γερανών τας οποίας συνήρμοσεν εις την ψευδή κεφαλήν του όφεως, και ενώ κάποιος έξωθεν εφώναζε και απεκρίνετο προς τας ερωτήσεις, η φωνή του εφαίνετο εξερχόμενη εκ του στόματος της πανίνης εκείνης κεφαλής του Ασκληπιού. Ωνομάζοντο δε οι χρησμοί ούτοι αυτόφωνοι, και δεν εδίδοντο εις όλους αδιαφόρως, αλλά μόνον εις τους επιφανείς, πλουσίους και γενναιοδώρους.

Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκύτταζε τα αιγοπρόβατα του, τα εφώναζε «Τίβι! τίβι! . . . όι! όιΕπροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδηγήση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του. Οι δύο άνδρες εχαιρέτισαν τον Λυρίγκον. Είτα τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παληογυναίκα, πώς την λεν, την Φραγκογιαννού». Ο Λυρίγκος είπεν όχι.

Και όταν ήκουε τας ζητωκραυγάς μετά τας εκλογάς, και όταν έβλεπε τους παρέδρους και τους συμβούλους, εστεφανωμένους ελαίας και σύροντας τον χορόν εις την πλατείαν, εκλείετο εις τον οίκον της η κυρά Μανωλάκαινα, κλαίουσα από την αγανάκτησίν της. Λέγουν μάλιστα ότι νύκτα τινά τον έκλεισεν έξω τον κυρ-Μανωλάκην, όστις επανελθών από τον ελαιώνα παράωρα, εφώναζε κρούων την θύραν: — Κυρά Μανωλάκαινα!

Εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακήν πρωί, και μόνον προ της θύρας του μικρού καφενείου του Γιάννη του Βλάχου, βιαστικά επερνούσε, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν, εφώναζε τον Αντώνην, τον υιόν του καφετζή·Πάτερ Αβραάμ! . . . πέμψον Λάζαρον! . . . Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ' ένα ποτηράκι ρακί το θέρος, ή ρώμι τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον.

Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν