Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Ο κύριος δημοτικός σύμβουλος μ' αρώτησεν αν γνωρίζω ολίγην κηπουρικήν, και αφού του είπα πως αυτή είνε η δουλειά μου, μ' έβαλε σ' ένα αμάξι και με έφερεν εις το αντικρυνό καφφενείον η «Ματαιότης». Εκεί εφώναξεν ένα παπά και ένα φουστανελά, μ' εσύστησεν εις αυτούς, μου είπε πως η υπόθεσίς μου είνε τελειωμένη, πως θα έχω εξήντα δραχμάς τον μήνα, ίσως και τυχερά, και να υπάγω αύριον το πρωι ν' αναλάβω τα καθήκοντά μου κηπουρού.

Ήτο τόσον κατακουρασμένος ώστε αν και του εφαίνετο δυσάρεστος εκείνη η συνάντησις, κατά βάθος όμως την επεθύμει και ηκολούθησε τον βλάχον εις την καλύβαν προθύμως. — Μπήλιω!. . . ε, Μπήλιω! εφώναξεν ο Νάσος περιχαρής, μόλις επλησίασαν. — Έι- ου!. . . — Ο παπούς, έβγα, να διής τον παπού!. . .

Άφησε λοιπόν, ω δαιμόνιε, και μη φθονήσης τον νέον διά τον έπαινον που θα του κάμω· διότι πολύ επιθυμώ να τον εγκωμιάσω. — Ιού, ιού! εφώναξεν ο Αγάθων, Αλκιβιάδη, δεν είνε δυνατόν να μείνω εδώ, διότι εννοώ προ παντός να επαινεθώ από τον Σωκράτη, και δι' αυτό θ' αλλάξω θέσιν.

Αλλά δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τον έκαμε να οπισθοδρομήση με δύο πληγάς εις την κνήμην και εις τον βραχίονα. — Να κι' άλλη ζυγιά! εφώναξεν αδιάλλακτος ο Στάμος. — Να κι' άλλη ζυγιά! ηλάλαξαν τα παιδιά.

Πρωί, μόλις είχε ξυπνήσει ο παππούς, η Φωτεινή επέστρεψεν από την πόλιν. — Σήκω, παππού, του εφώναξεν, έφερα τα υποδήματα! Ο παππούς δεν ήξευρε τι πρώτα να θαυμάση, τα ωραία και στερεά υποδήματα ή το πρόσωπον της εγγονής του, το οποίον έλαμπεν όλον από χαράν.

Μην την πιστεύσης· θα σε σφάξη, Γιάννο μου! εφώναξεν η Μάρω, ήτις ενόησε τον αδελφόν της κλονιζόμενον. Ο Γιάννος εις τους λόγους της Μάρως συνήλθεν ευθύς· ανεμνήσθη όλα τα προ μικρού παθήματά του, την εξαχρείωσιν της Κυρά Ρήνης και λαμβάνων την χείρα της Μάρως επήδησε μετ' αυτής εις την λίμνηνΝα τε!. . . εφώναξεν η μάγισσα, εν αγανακτήσει, φασκελόνουσα αυτά με τας δύο χείρας της.

Ο βεζύρης που και αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες γυναίκες, αφού και την έκαμε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα και από τον Κατή· και όλος γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν.

Όχι, σου λέγει, είνε χοντρός κάβος και χύνει το βουνό κ' έρχεται ο Θρακιάς από πάνω και βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισες! Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι... — Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε, πες μας λοιπόν! εφώναξεν ανυπόμονα ο Αλέξης Σκιαθίτης αράθυμος πάντα.

Ο Στάμος εφώναξεν «εμπρόςκαι δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας τον αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν. Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά του είχαν πέσει από την τσέπην. Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψη.

Δυστυχώς θα έπρεπε για το παιγνίδι αυτό μια συντροφιά από οκτώ πρόσωπα, και . . . — Αι καλά, αλλ' ημείς ήμεθα οκτώ, εφώναξεν ο βασιλεύς, υπερήφανος διά την λεπτήν οξυδέρκειάν του, διότι ανεκάλυψε την σύμπτωσιν αυτήν. Ήμεθα οκτώ, ακριβώςεγώ και οι επτά υπουργοί μου. Εμπρός. Ποιο είναι το παιγνίδι αυτό;

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν