Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Δίκαιε Ουρανέ, εφώναξεν ο Κατής, ημπορώ να στεφανωθώ ένα τέρας της φύσεως παρόμοιον; Εις τον ίδιον καιρόν ο βαφιάς προβλέποντάς την έκστασιν του Κατή, έφθασεν εκεί.

Αλλά αι άλλαι πάπιαι 'παρετήρησαν όλην αυτήν την οικογένειαν και είπαν μεταξύ των: — Βλέπεις εκεί! Μας ήλθε και αυτή με τα παπιά της, ωσάν να είμεθα ολίγαι εδώ. Και πω, πω! τι μούτρα έχει εκείνο το παπί της! Κακόν χρόνον να έχη ! Και μία πάπια ώρμησε και εδάγκασε το άσχημον παπί εις τον λαιμόν. — Άφησέ το, εφώναξεν η μάνα του· δεν πειράζει κανένα.

Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!... Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα! Η αίθουσα του Καπουλέτου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος. Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα. Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα, και η καμπάνα σήμανε ταις τρεις.

Ήτον είς μικρός βοσκός με την κάππαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και, να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω . . . Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν η ευρίσκεται ενσαρκωμένη . . .

Και στενάξας εκ βάθους καρδίας όπως διώξη την μελαγχολίαν του ήρχισε να τραγουδή με γλυκείαν και ήρεμον φωνήν, παθητικό τραγούδι. Ο Μάιος κατά συμπάθειαν τον συνώδευε και οι λοιποί μήνες παρασυρθέντες ετραγουδούσαν και αυτοί και το σπήλαιον διά μιας επληρώθη θορύβου και φωνών, ως χωρικόν καπηλείον κατά τας εορτάς. — Μωρέ κρασί! εφώναξεν ο Φλεβάρης αίφνης.

Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του. — Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την τσάγκρα να του πιώ το αίμα! Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή.

Λαμβάνοντας λοιπόν ο Αμπτούλ τας αισθήσεις του, είπε προς τον Καλίφη· Βασιλέα μου, ηξεύρεις καλώτατα τα όσα μου συνέβησαν εις την Αίγυπτον· τούτη η σκλάβα που βλέπετε είνε εκείνη η αγαπημένη μου Δαρδανέ, που μαζί με εμένα μας έρριξαν εις τον Νείλον. Είνε τούτο δυνατόν; εφώναξεν ο βασιλεύς· χαίρομαι λοιπόν διά ένα τέτοιον θαυμάσιον συμβεβηκός.

Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα, προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν· τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν.

Τρέχει ο πατέρας με το Γιαννάκητα χέρια, φθάνει και η Βασιλική · η Φωτεινή σηκώνεται να τους αγκαλιάση, την πέρνουν εκείνοι μέσα. Έξαφνα όμως ένας δυνατός κρότος ακούεται έξω. — Σεισμός, εφώναξεν η μητέρα και εσταυροκοπήθη. Ο πατέρας έτρεξε με το φώς εις το χέρι, αλλά τι να ίδη. Εστάθη εμπρός εις την θύραν, χωρίς να ημπορή να ομιλήση.

Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν