Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


και σχήμα και πρόσωπον ευγενές τέκνων ευδαιμονοίτον, αλλ' εκεί· τα δ' ενθάδε πατήρ αφείλετ'· ω γλυκεία προσβολή, ω μαλθακός χρως πνεύμα θ' ήδιστον τέκνων. Χωρείτε χωρείτ'· ουκέτ' ειμί προσβλέπειν οία τ' ες υμάς, αλλά νικώμαι κακοίς.

Αλλ' έκαμε χρεία τέλος πάντων ν' αφιερωθώ εις την πρόνοιαν του Θεού, που διορίζει τον θάνατον και την ζωήν των ανθρώπων· τέτοιοι ήσαν οι θρήνοι, οι κλαυθμοί και οι έσχατοί μου οδυρμοί, και αντί να επιθυμήσω τον θάνατον, και να τον επικαλεσθώ εις βοήθειάν μου, αισθανόμουν ακόμη αγάπην της ζωής· διότι τόσον είνε γλυκεία αυτή.

Έπαρε τον πόνο που με φλογίζει και κάμε τον προσευκή στο κελλί σου, και πες του Μεγαλοδύναμου πως είνε άδικο τόσο βάσανο, πως δεν κλαίγω για τάγιο του θέλημα, κλαίγω που έφυγαν και μάφησαν τα παιδιά μου δίχως παρηγοριά, δίχως την Αρετούλα μου. Παρακάλεσε να την ακούσω τη γλυκειά της τη φωνή, να τα δω τα γλυκά της μάτια, κι ας βγη και μένα η ψυχή μου κατόπι.

Και κανένας πια δε χώρισε τον βασιλέα απ' τη βασίλισσα.... Αυτή είναι η θλιβερή η ιστορία της βοσκοπούλας με τα μαργαριτάρια, που μοιάζει σαν παραμύθι και παραμύθι δεν είναι. Ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή, την άκουσα βαθιά στο κατάχνιασμά μου. Η φωνή που μου την ανιστόρησε ήτανε γλυκεία, μακρυνή και σβυσμένη.

Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον επρόσταξε. Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά γλυκεία από εκείνο που πάντεχα.

Κοιμήθηκε στη στιγμή η Μαριανθούλα με τη γλυκειά ιδέα, πως το πρωί, άμα θα έρθ' από την εκκλησιά, θάτρωγε γκουλιάστρα, αυγά, τυρί, μανέστρα, και κόττα δύο λογιών: βραστή και ψητή, αλλ' η καημένη η γριά δε μπορούσε να κλείση μάτι.

Τώρα, την έχασα διά παντός! Ω Κορδηλία, στάσου, μη φεύγεις, Κορδηλία μου, ακόμη... Α! Τι λέγεις... Ήτον γλυκειά, ήτον σεμνή και ήσυχη η φωνή της, και είναι τούτο στολισμός μεγάλοςτην γυναίκα!... Εκείνον οπού σ' έπνιξε του πήρα την ζωήν του! ΑΞΙΩΜ. Αλήθεια. Τον εφόνευσε; ΛΗΡ Δεν είν' αλήθεια; Πε το! Ήτον καιρός που έφθανε το κοπτερόν σπαθί μου να κάμη όλους να πηδούν!

Η ευτυχία είνε γλυκειά σαν μοιρασθή με φίλους• κι' αν ίσως, — που να μη γενήκάτι κακό μας τύχη, βρίσκει κανείς παρηγοριά, βλέποντας μέσ' στα μάτια ανθρώπου που μας συμπαθεί• μ' όλο πούμαι κυρά σου, όπως και τον πατέρα μου συ μια φορά τιμούσες, έτσι τιμώ κ' εγώ εσέ.

Έφταιξε τόσο πολύ, αμάρτησε τόσο πολύ ο κόσμος για να τιμωριέται τόσο σκληρά αυτή η δυστυχισμένη! Και στο υστερνό στεναγμό της, στο υστερνό φίλημά της απάνω στα λυπημένα μάτια της κόρης της, το τραίνο κυλά λαχανιασμένο, αδιάφορο μπροστά. Χάνεται στη νύχτα μπροστά στα θολά μάτια της το χλωμό κεφαλάκι της κόρης της που πνιγμένη στα δάκρια ψιθυρίζει: — Μάννα, γλυκειά μου μάννα!...

Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν