United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είσαι πεια ασφαλισμένος στην καλύβα του δασοφύλακα. Φεύγα, φίλε. Ο Περινίς ο Πιστός θα κρύψη αυτό το σώμα στο δάσος, τόσο καλά που ποτέ δε θα μάθη τίποτα ο Βασιληάς. Αλλά συ, φεύγα απ' αυτόν τον τόπο, για τη σωτηρία τη δική σου και τη δική μου». Ο Τριστάνος είπε: «Πώς θα μπορέσω να ζήσω; — Ναι, φίλε Τριστάνε, είμαστε σα ραμμένοι κ' είμαστε σα δεμένοι σε μια ζωή, ο ένας με τον άλλο.

Συγκεντρωμένοι μέσα σε μια καλύβα, καθισμένοι καταγής σταυροπόδι γύρω από μια νταμιτζάνα προς την οποία έστρεφαν σαν σε είδωλο, οι ποιητές αυτοσχεδίαζαν οκτάστιχα υπέρ ή κατά του πολέμου στη Λιβύη. Ήταν αρκετοί και έπαιρναν μέρος με τη σειρά και τριγύρω τους στριμώχνονταν άντρες και παιδιά.

Πάνω στο μπαλκόνι οι ιερείς γελούσαν και ο δίσκος της Νατόλια πηγαινοερχόταν λάμποντας ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο. Ο Έφις βρήκε έρημη την καλύβα.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύοτην καλύβα, φαγοποτώντας ήσυχα, καιτα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.

Νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, Νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι, Νάχω φλογέρα να λαλώ ν' αντιλαλούν οι κάμποι, Νάχω και κόρην ώμορφη στεφανωτήν μου νάχω, Να μου βοηθάητο σάλαγο, να μου βοηθάητα γρέκια, Κι' όντας θα τα σταλάζουμε τα δειλινάτους ίσκιους, 'Σ της ρεματιάς τη χλωρασιά μαζύ της να πλαγιάζω, Να με κοιμίζη με φιλιάτους δροσερούς της κόρφους.

Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό…

Είπε, και πήρε τους διο γιους μαζί του του Νεστόρου, και πήρε το Μελάνιππο το Θόα το Μηριόνη το Μέγη, θρέμμα του Φυλιά, τον άξιο Λυκομήδη, 240 και την καλύβα πήγανε του βασιλιά Αγαμέμνου.

Ήτο πολύ πτωχός ο κυρ Σταμάτης· είχε την καλύβα του εκεί κοντάτην ακροθαλασσιά, κατοικούσε εις αυτήν με την Φωτεινήν και την Βασιλικήν, μεγαλυτέραν αδελφήν της, και με την καλήν των μητέρα, η οποία εκείνας τας ημέρας είχεν αποκτήσει ένα μωρό, τον χαϊδευμένον απ' όλους Γιαννάκην. Χαρούμενος έφυγε το πρωί ο κυρ Σταμάτης, αλλά πόσον δυστυχής επέστρεψε το βράδυ!

Χωρίς να χάση στιγμήν, βγάζει νερό και ποτίζει το αρνάκι. Τρέχει έπειτα και μαζεύει μίαν αγκαλιά τριφύλλια και τρυφερά βλαστάρια. Αλλ' ενώ έβλεπε με χαράν το αρνί να τρώγη, ακούει να της κτυπούν μέσα από την καλύβα. Μία γρηά με ζαρωμένο πρόσωπον εφάνη εις το παράθυρον. — Αι! κοριτσάκι, της φωνάζει, αφού εσυλλογίσθης να ποτίσης το αρνί μου, συλλογίσου κ' εμένα και γέμισέ μου την στάμνα μου.