United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι όχι! εγώ προστάζω 205 τώρα να πιάσουνε σπαθί τα παλικάρια ... αμέσως ... απότιστοι και νηστικοί, και σα βουτήξει ο ήλιος ας φαν όσο ποθούν, αφού ξεχρεωθεί η ζημιά μας. Μα κάτου πριν δε γίνεται να μου κατέβει εμένα στο στόμα εδώ φαγί ή πιοτό, αφού 'χασα το βλάμη, 210 που στην καλύβα από χαλκό μού κοίτεται σφαγμένος τηρώντας κατά τη μπασιά, και γύρω του οι συντρόφοι θρηνούν.

Ή τη δική σου τάχα νια για νάχεις στην καλύβα, με θες να κάθουμαι έτσι εγώ μ' εδώ αδιανά τα χέρια κι' αφτή μού λες στον τόπο της ναν τήνε στείλω πίσω; Καλά, αν μου δώσουν τα παιδιά καμιά άλλη ομορφοπούλα, 135 τέτια όπως μου ποθεί η καρδιά, ισάξια αφτής που χάνω· αλλιώς, μονάχος τότε εγώ πηγαίνω και του Αία ή τη δική σου παίρνω νιά, ή του Δυσσέα ακόμα θα πάω να πάρω... κι' έπειτα ας χολοσκάει που πάθει!

Αντίο, αυτή τη φορά έφευγε στ’ αλήθεια και τακτοποίησε όλα τα πράγματα μέσα στην καλύβα: τα αγροτικά εργαλεία στο βάθος, την ψάθα τυλιγμένη στο πλάι, τη χύτρα αναποδογυρισμένη επάνω στη σανίδα, το δεμάτι με τα βούρλα στη γωνία, την εστία σκουπισμένη: όλα σε τάξη, όπως αρμόζει σ’ έναν καλό υπηρέτη που φεύγει και λογαριάζει την καλή γνώμη που θα σχηματίσει ο αντικαταστάτης του.

Έτσι είπε, και τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. Και χέρι χέρι ετοίμασαν δείπνο ο καθείς και πήραν 55 να φάνε, δίχως τίποτα π' ορέγουνταν να λείπει. Κι' αφού τους χόρτασε η καρδιά καλά το φαγοπότι, σκορπούν, και στην καλύβα του πάει ο καθείς να γύρει.

Κι' είπε τηρώντας τα πλατιά ουράνια ο γιος τ' Ατρέα «Άκου με, Δία, πρώτα εσύ, των αθανάτων όλων τρανότατε πρωταρχηγέ, κι' άκου με, Γη κι' εσύ Ήλιε, κι' οι Γδίκισσες που τιμωρούν τους ψέφτορκους στον Άδη· 260 παίρνω όρκο, εγώ δεν άγγιξα ποτές τη Βρισοπούλα μήτε ζητώντας αγκαλιά μήτε δουλιά καμμιά άλλη, Μον τιμημένα κάθουνταν μες στην καλύβα πάντα.

Από τα πλάγια των βουνών πέρα, όντας φτάναμε σε κανένα μικρό άνοιγμα του δάσους, φαίνουνταν πού και πού και καμιά κορδελίτσα σταχτόχρωμου καπνού να ξετυλιέται από καμιά καλύβα τσοπάνου προς τον ουρανό.

Ενώ έσπευδαν για το Καρδουέλ οι κήρυκες, απεσταλμένοι του Μάρκου στο Βασιληά Αρθούρο, μυστικά η Ιζόλδη έστειλε στον Τριστάνο τον ακόλουθό της Περινίς, τον Ξανθό, τον Πιστό. Ο Περινίς έτρεξε μέσα στα δάση, αποφεύγοντας τα πατημένα μονοπάτια, ως ότου έφθασε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι όπου, από πολλές ημέρες, τον περίμενε ο Τριστάνος.

Αληθινά η λύπη μου εσάλευσε τον νουν μου Ω! τι νυκτιά! Παρακαλώ, αυθέντα, άκουσέ με ΛΗΡ Συμπάθησέ με. — Λέγε συ, καλέ φιλόσοφέ μου. ΕΔΓΑΡ Ω! πώς κρυώνει ο τρελλός! Εις την καλύβα μέσα πήγαινε συ, να ζεσταθής. ΛΗΡ Όλοι εκεί ελάτε! ΚΕΝΤ. Έλ' απ' εδώ, αυθέντα μου. ΛΗΡ Μ' αυτόν εγώ πηγαίνω· μαζί με τον φιλόσοφον. Ας γίνη ό,τι θέλει. Άφησ' αυθέντα μου, κι' αυτόν μαζί του να τον πάρη.

Είπε, και τρέχει ο Όνειρος σαν άκουσε το λόγο, και χέρι χέρι ως στα γοργά καράβια κατεβαίνει κι' εκεί τραβάει κατά το γιο του ξακουσμένου Ατρέα. Και κοιμισμένο μέσα εκεί τον βρήκε στην καλύβα, κι' ύπνος αθάνατος παντού είταν χυμένος γύρω.

Κάποιες γυναίκες πετάχτηκαν προς τα πίσω, μερικές έβαλαν τα γέλια σηκώνοντας το πρόσωπο για να τον δουν. «Το συνηθίζουν στον τόπο σου; Μας μπέρδεψε με την ντόνα Έστερ και την ντόνα Ρουθ! Νομίζει πως είμαστε όλες θείες του!»¨ Ο Έφις, στο μεταξύ, αφού κατέβασε τα μαξιλάρια, τα κουβάλησε μέσα στην άδεια καλύβα περνώντας λοξά από το στενό πορτάκι.