United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά; Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος. Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την έξοδον. Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη.

Το Τελώνιον χωρίς άλλην απόκρισιν μεταμορφωθέν εις δράκοντα πτερωτόν, αρπάζοντάς με με μεγάλην ορμήν με εσήκωσεν έως τα σύννεφα, που μου εφάνη η γη ωσάν ένα κρεμμύδι· έπειτα με την ιδίαν ορμήν με κατέβασεν εις την κορυφήν ενός βουνού, και εκεί αφού με μετεμόρφωσεν εις το σχήμα της μαϊμούς, έγινεν άφαντον.

Εις εκείνο το αναμεταξύ εσήκωσεν η γυναίκα τα μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον τους δύο εκείνους άνδρας και τους έκαμε νεύμα να κατεβούν, αλλά χωρίς να κάμουν κτύπον, και αυτοί πάλιν με νεύματα την επαρακαλούσαν να τους συμπαθήση διά τον φόβον του Τελωνίου.

Ο Μανώλης εξέτεινε προς αναγνώρισιν τα χέρια του· έπειτα περιβαλών με τους βραχίονάς του την κοιμωμένην, την εσήκωσεν ομού με τα σκεπάσματα, κατέβη τας βαθμίδας του σοφά και διηυθύνθη προς την θύραν. Μετ' ολίγας στιγμάς ευρίσκετο εις τον δρόμον και έφυγε με το φορτίον του και με την μεγαλειτέραν δυνατήν ταχύτητα των παραπαιόντων ποδών του.

Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν, και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά.

ΕΡΜ. Είνε ο αθλητής Μίλων ο Κροτωνιάτης. Τον χειροκροτούν δε οι Έλληνες διότι εσήκωσεν εις τους ώμους του ταύρον και με το φορτίον τούτο διατρέχει το στάδιον.

Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405 «Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».

Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και ευχαρίστησε, διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του, που την είδεν ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά τον ανεβασμόν της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας του βασιλέως, έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το ντιβάνι, και από εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του το βασίλειον, και διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές.

Τότε, σαν ενύκτωσε, ο Σταμάτης, τ' αγιόπαιδο, καθώς τον επωνόμαζεν η μάμμη του, εσήκωσεν επανάστασιν, απαιτών να υπάγουν ομού εις το Παλαιόν Χωρίον, άλλως ηπείλει ότι θα επήγαινεν αυτός ή μόνος ή με δύο βοσκόπουλα τα οποία θα ωδήγουν τα μικρά κοπάδια τους προς το μέρος εκείνο. Η γραία ενέδωκε, και άμα τη ανατολή της σελήνης ανεχώρησαν ομού.

Τότε οι δύο στρατοί κατέλαβαν ανά ένα λόφον και οι μεν Αργείοι ητοιμάζοντο να ωφεληθούν εκ της απομονώσεως των Λακεδαιμονίων διά να τους καταπολεμήσουν· αλλ' ο Άγις εσήκωσεν εκείθεν τον στρατόν κατά την νύκτα και διαφυγών την προσοχήν των πολεμίων επορεύετο προς τον Φλιούντα διά να ενωθή με τους άλλους συμμάχους.