United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επάγαινε έτσι κάμποσον καιρό η δουλειά. Εκύλαε τον κατήφορο της σπηλιάς το νερό του Μπέη ταρνιά, κ' εχαιρόταν η χαροκαμένη τ' Αργύρη η μάνα, κ' εξεφάντωναν τόρα οι χωριανοί όλοι, κι όλοι οι γειτόνοι του Νάκο-Μήτρα του συχωρεμένου. Μα κ' οι κοπές του Μπέη λιγόστεβαν από μέρα σε ημέρα. Κι αφτό ήταν πούκαμε τον Μπέη να υποψιαστή και να παραμονέψη τον Αργύρη.

Ανιστορώντας όμως ένα Γρηγόριο τριγυρισμένο μ' αυτοκρατορικούς στρατιώτες, τέτοια χρυσή ψυχή να προστατεύεται από λαμπροστόλιστες λεγεώνες, δίχως να θέμε τη συχωρούμε τη βία πούκαμε και μια θεάρεστη πράξη. Και δεν είταν ως τόσο απλή βία. Είταν α καθάριος κι ο πραχτικός ο νους του Θεοδοσίου, πούβλεπε πως άλλον τρόπο δεν έχει. Μακάρι να τάβλεπε έτσι κι ο Κωσταντίνος!

Σ' αυτές, εννοείται, ήτο και το Βαγγελιό. Τα κορίτσια με ρωτούσαν πώς πέρασα στη χώρα. — Και δεν ανεζήτηξες το χωριό; μούπε μια. Με το κεφάλι έκαμα ναι, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν στο Βαγγελιό. Αυτό το κίνημά μου τώδαν τα κορίτσια και μια ξεφώνησε: — Μπρε τον πονηρό! Είδετε την αμματιά που τσ' ήρριξε; Γέλασαν κι' αυτή πούκαμε ταναφώνημα είπε στην αδερφή μου: — Άκου τα συ.