Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Αρί-σείς, κορίτσια, είπε πάλιν η γειτόνισσα, μετά λαιμαργίας θεωρούσα τα κάνιστρα, τα πεπληρωμένα κουκκουλίων λευκών και κροκωτών ωσάν οι ξηροψημένοι λουκουμάδες, Αρί-σείς, κορίτσια, είνε αλήθεια πως τα δώσατε πίσω τα φλωριά; Εις όλον το χωρίον δεν ευρέθη άνθρωπος να εκφράση απορίαν διά τούτο.

Εκεί που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες. Έγινε η θεια Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά τους, είπε της Λιόλιας: Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!

Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφονται; Δεν είναι, έλεγεν η Φραγκογιαννού, «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος»; Καλλίτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα

Λεφτό δεν είχα, ούτε πολύτιμο κανένα μέσ' την κασέλλα μου, έξω απ' το δαχτυλίδι του αρραβώνα που φορούσα. Είχα μερικά χαλκώματα. Επήρα ένα ταψί που είχα, καινούριο, κατακόκκινο, νάτο, εκεί βρίσκεταιέδειξε προς ένα ράφι, επί του οποίου ήσαν ολίγα χάλκινα σκεύη — κ' επήγα στην γειτόνισσά μας την Παναγήνα.

Και τι θαρρείς; Είνετο χέρι μας; Αυτά είνε του Θεού. Όποιος πιστεύει εις τον Θεόν, αυτός ελπίζει. Ποτέ μου, γειτόνισσα, δεν απελπίσθηκα. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει πώς θα τα οικονομήση. Σώπα, γιατί τώχω σε κακό μου να μου κόπτουν την ελπίδα. Όποιος κόπτει την ελπίδα από τον άλλον, του κόπτει την ζωήν. Τα κορίτσια μου είνε του Θεού. — Αμ' δεν είνε του Θεού!

Αρί-σείς, κορίτσια, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είνε αλήθεια πως ταύρατε τα χρήματα; Μετά την τελευταίαν συνάντησίν των, ότε πρώτη η γειτόνισσα ανήγγειλεν εις την Γερακούλαν και τας θυγατέρας της ότι επάτησαν το Μοναστήρι, ησθένησεν αύτη, καταληφθείσα υπό τινος δεινού των νεφρών πόνουσύνηθες αυτήκαι είχεν ημέρας να έλθη εις την οικίαν του καπετάν-Θοδωρή.

Και την ηγάπα δημοσία, εις το φανερόν, δεν το έκρυπτεν. Η γειτόνισσά της, η γρηά Περμάχου, ηγανάκτει και διεμαρτύρετο κατά της τόσης αδυναμίας της ομήλικός της προς την ασθενή νύμφην. Διότι η πτωχή Γιάνναινα, τριακοντούτις γυνή, ωχρά, αναιμική εξ αρχής, εφύλαττε την στρωμνήν επί μήνας πολλούς, μετά την όψιν του φαντάσματος.

— Μ' ένα καλαθάκι σταφύλια, παιδί μου, διηγείτο η γραία, μ' ένα καλαθάκι διαλεχτά σταφύλια, ραζακιά, φιλέρια και μαυροκουρούναις. Δεν εγύρεψε τίποτα, παιδί μου. Χρυσός άνθρωπος ο Λαλεμήτρος. Μάλαμα άνθρωπος· σαν την χρυσή καδένα του ρολογιού του. — Λένε πως τώκαμες μάγια, με τα σταφύλια, παρετήρησε τότε μετά πικρίας η γειτόνισσα. — Χριστός και Παναγία!

Αλλά τέτοιος αγαπητικός σου ταιριάζει, εύχομαι δε και ν' αποκτήσης μαζή του παιδί που να μοιάζη του πατέρα του. Εγώ δεν θα χαθώ• θα βρω καμμιά Δελφίδα ή κανένα Κυμβάλιον ή τη γειτόνισσά σας την αυλητρίδα, τέλος πάντων μια γυναίκα που να ταιριάζωμεν. Τάπητας δε και περιδέραια και δύο μνας δεν έχομεν όλοι να δίδωμεν.

Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη. Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν