Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Ο βασιλεύς επλησίασε προς αυτήν, και αφού την εξύπνησε της επρόσφερε τον εαυτόν του εις βοήθειάν της, και την ηρώτησε ποία ήτον. Η νέα εκείνη με λιγωμένη φωνήν του απεκρίθη· «Εγώ είμαι θυγατέρα, και γυναίκα βασιλέως, όμως δεν είμαι εκείνη, που εγώ λέγω· είμαι βασίλισσα και δεν είμαι εκείνη, που είμαι

Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά φοβεράν, φωνήν ηρώτησε: — Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί. Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας.

Εξηκολούθησαν τον δρόμον των και ως συνήθως εισήλθον εις τον Ναόν· και μόλις είχον εισέλθει όταν τους συνήντησε μία άλλη ένδειξις του σφοδρού πνεύματος της αντιστάσεως το οποίον ενέπνευσε τους άρχοντας της Ιερουσαλήμ. Μία πρεσβεία τους επλησίασε, επιβλητική κατά τε τον αριθμόν και την επισημότητα.

ΠΛΑΤ. Από τον αυτόν κρημνόν να τον ρίψετε και αυτόν. ΔΙΟΓ. Ας ψαρεύσωμεν τώρα άλλον. ΠΑΡΡ. Βλέπω ένα ωραιότατον να πλησιάζη και όσον μου επιτρέπει το βάθος να διακρίνω έχει διάφορα χρώματα και εις την ράχην γραμμάς χρυσάς. Τον βλέπεις, Έλεγχε; Αυτός είνε ο οποίος υποκρίνεται τον Αριστοτέλην. Επλησίασε και έπειτα πάλιν απεμακρύνθη και με προσοχήν παρατηρεί γύρω του.

Αλλ' επειδή ο Κουτσογεώργης δεν απήντα, ηγέρθη ο αγαθός ποιμήν και επλησίασε να τον σκιάξη δήθεν. — Α! κάμνει μια πλησίον της κάπας. Αλλ' επειδή αύτη ήτο ακίνητος, έχωσε την χείρα του υπό την κουκκούλαν, ίνα του τραβήξη τους μύστακας και γελάση. Αλλά μετά φρίκης ωπισθοχώρησε σταυροκοπούμενος.

Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμουΜε φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.

Ο Βινίκιος εσιώπησε και απεκαλύφθη, διότι του εφαίνετο ότι ο μικρός πίλος, τον οποίον έφερεν επί της κεφαλής, τον επίεζεν ως να ήτο εκ μολύβδου. Αλλ' ο εκατόνταρχος τον επλησίασε και του είπε χαμηλοφώνως: — Μη φοβήσαι, άρχον. Οι δεσμοφύλακες και ο Ούρσος είνε πλησίον της. Τούτο λέγων έκυψε και με το μακρόν γαλατικόν ξίφος του εχάραξε ταχέως επί πέτρας το σχήμα ιχθύος.

Τοιαύτα μονολογών έφθασεν εις το σπίτι της Ζερβούδαινας, το οποίον ήτο κατάκλειστον και κατασκότεινον, όπως και όλα τα γειτονικά, όπως όλο το χωριό. Ο Μανώλης εστάθη και εφαίνετο σκεπτόμενος· αλλά το βέβαιον είνε ότι δεν εσκέπτετο τίποτε. Μάλλον εκοιμάτο όρθιος. Έπειτα επλησίασε προς την θύραν και με κάποιαν δυσκολίαν ανέβη τα ολίγα σκαλοπάτια του προθύρου.

Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ' έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών. Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ' εχαιρέτησε τον σύζυγόν της.

Αλλ' ουδεμίαν έκπληξιν εφανέρωσεν ότε, αντί του αγωγιάτου, απεκρίθην εγώ εις την ερώτησίν του. — Είναι ο εξάδελφος μου, Κύριε Μελέτη, ο Κύριος Μαιμάς. Ο Νίκος, παραιτήσας επί τέλους τας ερεύνας του, επλησίασε και εχαιρέτησε τον γέροντα, όστις χωρίς να τον καλοβλέπη έθλιψε την χείρα του, επαναλαβών τα φιλόξενά του «Καλώς ωρίσατε».

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν