Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς πόνους.

Αλλ' όταν αύτη επλησίασε και δεν ανεγνώρισε πλέον τον μούτσον ή άλλον τινά του πληρώματος μεταξύ των δύο επιβατών, ήρχισε να ορύεται και να ολολύζη μανιωδώς. Ο νέος σπουδαστής ωρτσάρισεν ολίγον ανοικτά από την σκούναν, αλλ' ο σκύλος, όσον έβλεπε την βάρκαν απομακρυνομένην, τόσον μανιωδέστερον ωλόλυζε. — Τι έχει και δεν λουφάζει; ηρώτησεν ανησύχως το Λιαλιώ. — Φαίνεται ότι εγνώρισε τη βάρκα.

Άμα δε εκείνος επλησίασε «Κόψε την κεφαλήν μου, προσέθηκε, διότι εάν με ίδωσι και με αναγνωρίσωσιν, εχάθημεν και εγώ και συ.» Ο αδελφός επείσθη ότι είχε δίκαιον και ηκολούθησε την συμβουλήν του· έπειτα, εφαρμόσας τον λίθον εις την θέσιν του ήλθεν εις την οικίαν του με την κεφαλήν του αδελφού του. 3.

Ο αρχιμάγειρος από τον φόβον του έμεινεν εκστατικός και άφωνος· και όταν συνήλθεν εις τον εαυτόν του επλησίασε διά να σηκώση τα ψάρια που είχαν πέσει εις την στάκτην, και τα ευρίσκει μαύρα ωσάν κάρβουνα, οπού δεν εχρησίμευον πλέον δια την τράπεζαν του βασιλέως.

Έβηξεν ολίγον, επλησίασε το κάθισμά του και εξηκολούθησε: — Αν ήξευραν οι άνθρωποι την αξίαν των δένδρων και των φυτών, έπρεπε να φυτεύουν παντού, να μην αφήσουν χωράφια, πλατείας, δρόμους, να γίνη ο κόσμος, όπως κατά τους πρώτους αιώνας, δρυμός μέγας.

Και προσποιούμενος ότι βλέπει τον βασιλέα από πολύ κοντά, επλησίασε τον κατραμωμένον φανόν, από τον οποίον εβγήκεν αποτόμως ένα σεντόνι από μεγάλας φλόγας. Το πολύ σε ένα δευτερόλεπτον οι οκτώ ουραγγουτάγκοι εκαίοντο σκληρά μέσα εις τας κραυγάς του πλήθους, το οποίον τους παρατηρούσεν από κάτω με μεγάλην φρίκην και ανίκανον να δράμη εις βοήθειάν των.

Πλην τέλος εφάνη εις την άμμον έξω ο οικονόμος ο πάτερ-Γαλακτίων, σύρων μετά κόπου ονάριον φορτωμένον. Ο Μανώλης ιδών αυτόν, πάραυτα με τα κουπιά επλησίασε προς την ακτήν, εις μέρος, όπου εσχηματίζετο φυσική διά σκοπέλων αποβάθρα, και εδιπλάρωσε την σκαμπαβίαν του με φόβον και με προσοχήν, να προφθάση πριν ξεσπάση ο άνεμος.

Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν.

Προς μεγάλην έκπληξιν των υπηρετών, πάντες εκείνοι, τους οποίους ακόμη δεν επρόφθασαν να σταυρώσουν, εγονυπέτησαν. Ο Παύλος ο Ταρσεύς ηυλόγει τους μάρτυρας. Είς φρουρός επλησίασε τον απόστολον και ηρώτησε: — Ποίος είσαι συ, ο οποίος ομιλείς προς τους καταδίκους; — Ρωμαίος πολίτης, απεκρίθη ο Παύλος ηρέμως.

Ότε όμως έμαθον οι εν Αθήναις ότι η Παλλήνη έμενεν ατείχιστος, έπεμψαν βραδύτερον χιλίους εξακοσίους οπλίτας Αθηναίους υπό τον στρατηγόν Φορμίωνα τον Ασωπίου· όστις αναχωρήσας εξ Αφύτιος και φθάσας εις την Παλλήνην επλησίασε τον στρατόν προς την Ποτείδαιαν βραδέως προχωρών και λεηλατών την πεδιάδα· επειδή δε ουδείς εξήρχετο διά να πολεμήση, περιέκλεισε δι' ετέρου τείχους το προς την Παλλήνην τείχος.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν