Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Ο Γεώργης ενθυμήθη, ότι είχε τρεις ημέρας να την ιδή την θειάν Βαγγελήν, και λαβών άδειαν μιας ώρας παρά των κυρίων του έδραμεν εις το νοσοκομείον. Ήθελε να ευχηθή περαστικά και καλόν τον νέον χρόνου εις την αγαθήν γραίαν, ησθάνετο δε ο έρημος παις και την ανάγκην θερμών τινων φιλημάτωυ, εξ εκείνων άτινα τόσον εδαψίλευεν εις αυτόν η θεία του.
Η μεγάλη αγορά η πολυτάραχος, η βρίθουσα κόσμου και όψων, η τρέφουσα πτωχούς και πλουσίους, εγκρατείς και λαιμάργους, η ζωή της πόλεως, η αεννάως κενουμένη και πάντοτε πλήρης, οπού κατασταλλάζουν όλαι αι θάλασσαι της Ελλάδος, τα βουνά και αι λίμναι της, ήτο σχεδόν έρημος. Ο κόσμος επρομηθεύθη από της παραμονής το φαγητόν του.
Πρέπει να είταν ως τρία χρόνια πρι να ξενιτευτώ έρημος κι ορφανός, έξη μήνες πρι να πάγη και κείνος να τις βρη τις δυο μου ψυχούλες. Δεν αξίζει να σου τα ξαναλέγω. Τι να τη χαλνώ την καρδιά σου; Τι να τα γυρεύω τα δάκριά σου; Σώνουνε τα δικά μου· ζωής αλάκερης δάκρια. Φτάνουνε, δεν το θέλει η μακαρίτισσα να βασανίζουνται κ' οι άλλοι για κείνηνα, μήτε η Αννούλα μου δεν το θέλει. Μήτε ο γέρος.
Το να πεισθώμεν δεν ήτο δύσκολον, αλλά πού να μείνωμεν, πού να κατακλίνωμεν την κεφαλήν εις τον νέον τούτον της εξορίας σταθμόν ; Ο αγαθός Σπετσιώτης ενόησε, φαίνεται, την αιτίαν των δισταγμών μας. ― Ελάτε εις την οικίαν μου, είπεν. Ο πατήρ μου εφονεύθη πολεμών, η μήτηρ μου απέθανε, και είναι έρημος η φωλεά μου. Κατοικήσατε την όσον καιρόν θέλετε. Ελάτε.
Κατωτέρω κατάκλειστος, με τας μεγάλας υψηλάς πόρτας της, σιωπηλή ως έρημος, εφαίνετο η μεγάλη Σαντορινιά ταβέρνα του Καλαμιώτη, το προσφιλές εντευκτήριον υπαλλήλων, δικηγόρων και εμπόρων, και ημών των δύο άλλων , εις της οποίας τα υπόγεια υπάρχουν δεκαπέντε ειδών κρασιά.
Από της παραλίας όμως ταύτης και των κατοικουμένων μερών η Λιβύα είναι κατοικητήριον θηρίων· πέραν δε υπάρχει έρημος άνευ ύδατος και κεκαλυμμένη υπό άμμου. Οι νεανίαι λοιπόν ούτοι οίτινες επέμφθησαν υπό των συνηλικιωτών των, λαβόντες μεθ' εαυτών πολλά τρόφιμα και ύδωρ, μετέβησαν πρώτον εις το κατοικούμενον μέρος.
Εθεώρησε τότε τα πέλαγος μήπως διακρίνη άλλην λέμβον πλέουσαν, πλην ο πόντος ηπλούτο άγριος, έρημος. Οι οφθαλμοί του έκαμνον άσπρα-άσπρα. Έκλεισεν αυτούς ιλιγγιών. Εσκέφθη τότε ότι αύριον ήσαν Χριστούγεννα. Η δημοπρασία θα εγίνετο την άλλην ημέραν. Δεν θα έλθη έως αύριον βράδυ καμμία βάρκα; Επραΰνθη προς την σκέψιν του ταύτην. Και ησθάνθη τότε το ρίγος του κρυερού, χιονώδους ανέμου.
Η οδός ήτο έρημος, εκατέρωθεν δ' εξετείνοντο ελαιώνες, τους οποίους απέφρασσαν εκ του μέρους της οδού ξηρότοιχοι και σειραί αγριαμυγδαλών, μυρσινών και βάτων. Από τους ελαιώνας αντήχησε δεύτερος πυροβολισμός και μετ' ολίγον άλλος τόσον πλησίον, ώστε ήκουσαν τον θόρυβον των σκαγιών εις το φύλλωμα μιας ελαίας. Και η Πηγή είπε με ταραχήν: — Φύγε, Μανώλη, για όνομα του Θεού.
Ο άλλος είναι ένα παιδί με σγουρά κατάξανθα μαλλιά. Ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει τα λευκό μάρμαρο με τα παχουλά χεράκια του. Ο γέρος ανιστορεί το παραμύθι του φιλοσόφου. Μέσα στον ψηλό πύργο καθότανε ένας γέρος φιλόσοφος. Ο γέρος φιλόσοφος κοιμάται τώρα κάτω απ' το λευκό μάρμαρο. Κι' ο πύργος από τότε έμεινε έρημος.
Τούτο δε διότι ήτο γνωστότατον ότι η θειά-Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος και χήρα, και διότι ανέτρεφε τα δύο ορφανά έγγονά της μετερχομένη ποικίλα επαγγέλματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν