United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος νάνε τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήση; Ποιος νάνε τάχα ο νιος που μ' ένα δαχτυλίδι, Μαντήλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρη; Ποιος νάνε τάχα ο νιος, που μ' ένα φίλημά του Γλυκό και φλογερό απ' το λευκό μου χέριτην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήση νύφην; Ποιος νάνε τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια Κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια Εσύ, ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!

Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; — Εγώ 'πρεπε να σου το πω, γιατί 'νε βαρά σκόλη, και 'ξά σου. — Καλά, καλά, είπεν ο Σιφογιάννης κιαφού έκαμε το σταυρό του, ανέβηκε στο γαϊδούρι και τον φώναξε «σεγια να ξεκινήση. Η γυναίκα του έμεινε κάμποσα λεπτά στην πόρτα και τον έβλεπε ν' απομακρύνεται. Στο αναμεταξύ μουρμούρισε: — Μα σαν πάει μόνο για να δη, γιάειντα τον επήρε τον κλαδεύτηρο;

Αλίμονο! είπε πολύ σιγά στο Μαρτίνο ω! τι ανώτερος άνθρωπος! μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του. Τι μεγαλοφυία αυτός ο Ποκοκουράντης! Τίποτε δεν μπορεί να του αρέση. Αφού έτσι επιθεωρήσανε όλα τα βιβλία, κατεβήκανε στον κήπο. Ο Αγαθούλης παίνεσε όλες του τις ομορφιές.

Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καϋμούς. — Αμ' σπίτι είνε αυτό, για καράβι; μουρμούρισε. Τέτοιες φουρτούνες ούτε στο πέλαγο τις απάντησα, πενήντα χρόνων καπετάνιος. Καλοτάξιδο όμως. Με όλους τους καιρούς ταξιδεύει. Πάντα πρίμα, δόξα νάχη ο Θεός. Κ' έστρηβε ο καπετάν Λαλεχός τις αλογότριχες κ' έβγαιναν οργιές- οργιές οι πετονιές.

Τον βαλαν εκδόρια, μα η πνευμονία είχε προχωρήσει κιο γιατρός δεν είχε πολλές ελπίδες. Ο άρρωστος στην αγωνιώδη κατάσταση πούτονε βρήκε τη δύναμη να πη του γιατρού: — Εγώ, θαρρώ, γιατρέ, πως, α μου δώσουνε να πιώ τσικουδιά, θα με κάμη καλά. — Ο Θεός φυλάξοι! είπεν ο γιατρός. Σταλιά. Μήτε ρακή, μήτε κρασί. Ο Δριμομιχελής μουρμούρισε μια βλαστήμια.

Κ' ενώ αυτή προχωρούσε με κόπο, παρουσιάστηκε από πίσω ένας γέρος, ήρθε, μας χαιρέτησε κι αυτός, έτριψε τα χέρια, έβηξε και μουρμούρισε ακατανόητα λόγια, κάνοντας θέση στους δύο ξένους να περάσουν το κατώφλι. Από μια βεράντα μισοτελειωμένη είδαμε όξω το φιόρδ και το στενό του καιρού της νιότης μας.

Αλλ' ενώ περιμέναμε, φάνηκε από ψηλά ένας βοσκός χριστιανός και φώναξε: — Δάσκαλε, αι δάσκαλε! Είντα κάθεσ' ατουδά κιο Χόντζας πήε πλεια πάνω με τα Τουρκάκια; Είνε στον Άη Γιάννη. Τα ψαλιδωτά γένια, ανατρίχιασαν. Ο δάσκαλος μουρμούρισε μια βρισιά, έπειτα γύρισε και μας είπεν, ως θα μας έδιδε το παράγγελμα «Γεμίστε!». — Πάρετε πέτρες!

Ο γέρος τράβηξε το τσιγάρο του, έβγαλ' ένα σύννεφο καπνό από το στόμα και τα ρουθούνια, κυττάζοντας με περιφρόνηση το παλιόπαιδο· το πανί άρχισε να παίζη, σε λίγο κρεμάστηκε σαν κουρέλι. Το Μπουζούκι και το Βιολί, που τους έλειψε το ακουμπιστήρι, ξυπνήσανε μαχμουρλήδες. Το αεράκι ξεψύχησε ολότελα. Ο γέρος κύτταξε ολόγυρά του και κάτι μουρμούρισε μέσα του.

Το όνομα αυτό όμως δημιούργησε ένα τρομαχτικό κενό τριγύρω και ο Έφις είδε τη Νοέμι να πετιέται όρθια αναστατωμένη∙ ωχρή από θυμό και μίσος. «Έστερ!», είπε με τραχιά φωνή. «Είχες ορκιστεί να μην ξαναπροφέρεις το όνομά τουΚαι βγήκε, σαν να την έπνιγε η οργή. «Ναι», μουρμούρισε η ντόνα Έστερ, σκύβοντας στο αυτί του Έφις. «Τόσο τον μισεί που μ’ έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα ξαναπώ το όνομά του.

Εδώ είνε ο κυρ γιατρός; μουρμούρισε απόξω μια κλαψιάρικη γυναικεία φωνή. Εκεί απάνω οι ταχτικοί του φαρμακείου απόμειναν βουβοί.