Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .

Αργότερον ακόμη αι μητέρες, αποκτήσασαι καλή μοίρα το πολυάσχολον εκείνο της πενθεράς ύφος, φαιδραί ώστε να γελώσι σχεδόν, καμαρώνουσαι ώστε να βαδίζωσι σιγά σιγά, εκόμιζον από τους κλιβάνους πάλιν επί παμμεγίστων σινίων τους μπακλαβάδες, τα ευώδη χορταστικά εκείνα νησιωτικά γλυκύσματα, προωρισμένα «για τον γαμπρό», όστις εις όλα τα ταξείδια και εις όλας τας τρικυμίας ονειρεύεται αυτήν την ευφρόσυνον ημέραν, ότε, αρραβωνισμένος, να ευρεθή εις την νήσον του και να είπη ευχαριστημένος εις την γραίαν μητέρα του, δακρύουσαν εκ της χαράς: «φάγε, μάνα, μπακλαβά από την νύφη». Ολόκληρον το χωρίον ευρίσκετο εις αυτήν την ατελεύτητον προετοιμασίαν της εορτής, ότε νομίζει τις ότι όλα τα έχει και όλα λείπουν και μόνον ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής, υψηλός και ξηραγγινός τις διοπτροφόρος, αναιβοκαταίβαινεν εις την παραλίαν, διότι περιεμένετο το καθυστερήσαν ατμόπλοιον.

Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκιΔε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη... Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.

Την κύτταξε κατάματα και σύνωρα ο νους της σκάλιζε να μαντέψη ποιος ήταν αυτός ο αρρεβωνιαστικός, που τόσο ελεύθερα μπαινόβγαινε σπίτι της. Τόσον καιρό δε θυμότανε κανένα να μιλεί με την Ασημίνα. Ούτε σκαπανέα ούτε πολίτη. Έτρεξε στη σάλα με την απόφαση να γκρεμοτσακίση τον ακάλεστο γαμπρό. Τρομάρα του όποιος κι αν ήτανε!

Μόνο οι τυχοδιώκτες νεόπλουτοι, σαν τον Μιλέζο τον γαμπρό της, μπορούσαν να μην τις έδειχναν τον πρεπούμενο σεβασμό. «Δώσε τους τα χαιρετίσματά μου και πες στην ντόνα Ρουθ ότι σύντομα θα πάω να την επισκεφτώ.

Έρχομαι, απ' το χωριό, απ' τον ·Άι-Γιαννάκη, απ' του Συνοδάρη, απ' τη βρωμόβρυσι, απ' τα Φιλιππέικα, απ' της Μαμούς το ρέμμα, απ' της βίγλαις, απ' του Σαμέλου, απ' το Πετράλωνο . . . — Όλα αυτά τα μέρη τα έχεις γυρίσει, Παγώνα; — Όλα, κι' άλλα ακόμα . . . — Μην είδες πουθενά τον γαμπρό μου τον Αγάλλο;

Με την τελευταίαν φράσιν επραΰνθη ολίγον η έξαψίς της και με ηρεμώτερον τρόπον εξηκολούθησεν: — Εμένα μαρέσει το Μανωλιό, σου τώπα κιάλλη φορά, και χαρά μου θα τώχα να τόνε κάμω γαμπρό.

Καταλαβαίνετε: έξω ήταν η γιαγιά που έσπρωχνε την πόρτα και την εμπόδιζε να φύγει. Τότε, μια φορά, πήγα εγώ στο Νούορο. Βρήκα το γαμπρό μου σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με την κόλαση: στο Μύλο. Του τα είπα όλα. Τότε εκείνος ζήτησε τρεις μέρες άδεια και ήρθε μαζί μου. Νοίκιασε ένα άλογο, επειδή κοστίζει λιγότερο από το αμάξι, και μ’ έβαλε στα καπούλια.

Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαληός βλαστήμησε από μέσα του: — Σκασμός βρωμόσκυλα! Τώραπου να μην έσωναθαρρώ πως καταλαβαίνω κ' εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός! Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό.

Πού να βρεθή τέτοιο πράμα! . . . είπεν η γραία Χαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα» μας χρειάζοντ' εδώ, επρόσθεσεν, εννοούσα την σπατάλην, ήτις συνήθως γίνεται κ' εις τα πτωχότερα σπίτια, εν καιρώ ενσκήψεως τοιούτου «αισίου γεγονότος», οποίον είναι και η γέννησις κόρης. — Θέλεις εσύ γαμπρό με μάτια; είπεν ενθυμηθείσα άλλην παροιμίαν η γυναικαδέλφη του, η Αμέρσα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν